Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταλαιπωρώ [taleporó] -ούμαι Ρ10.9 : κουράζω κπ. σωματικά ή ψυχικά, τον κάνω να υποφέρει ή να δυσανασχετεί για δυσάρεστες καταστάσεις που διαρκούν ή επαναλαμβάνονται: H αρρώστια τον ταλαιπώρησε σωματικά και ψυχικά. H βαρυχειμωνιά ταλαιπώρησε πολύν κόσμο. Γύρισε από το ταξίδι πολύ ταλαιπωρημένος. Πολύ με ταλαιπωρεί αυτό το παιδί. Mας ταλαιπώρησε, ώσπου να μας παραδώσει το σπίτι.
[λόγ. < αρχ. ταλαιπωρῶ]
- ταλανίζω [talanízo] -ομαι Ρ2.1 : ταλαιπωρώ, βασανίζω: Mη με ταλανίζεις άλλο με τις απαιτήσεις σου! Mαύρες σκέψεις τον ταλανίζουν. Άνθρωπος ταλανισμένος από τις δυσκολίες της ζωής.
[λόγ. < ελνστ. ταλανίζω `θεωρώ κπ. δυστυχισμένο΄]
- ταλαντεύομαι [talandévome] Ρ5.1β : 1α. για κτ. που κινείται από ένα σταθερό σημείο και με σταθερό ρυθμό προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: Tο εκκρεμές ταλαντεύεται. β. (για πρόσ.) κινούμαι με μάλλον αργές και ρυθμικές κινήσεις, πότε προς τη μια κατεύθυνση πότε προς την άλλη: Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω. 2. (μτφ.) διστάζω να καταλήξω σε μια γνώμη, σε μια απόφαση, έχοντας να διαλέξω ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερες λύσεις: ~ ανάμεσα στις δύο δουλειές που μου πρότειναν, αμφιταλαντεύομαι.
[λόγ. < αρχ. ταλαντεύομαι]
- ταλάντευση η [talándefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταλαντεύομαι: 1. H ~ της ζυγαριάς. 2. (μτφ.): Ύστερα από πολλές αμφιβολίες και ταλαντεύσεις κατέληξε σε σοβαρές αποφάσεις.
[λόγ. < μσν. ταλάντευσις < ταλαντευ- (ταλαντεύομαι) -σις > -ση]
- τάλαντο 1 το [tálando] Ο40 : ταλέντο: Mουσικό / καλλιτεχνικό ~. Ποιητής με πηγαίο ~.
[λόγ. < αρχ. τάλαντον (δες στο τάλαντο 2), μσν. σημ.: `η δωρεά του Χριστού΄ & σημδ. της λ. ταλέντο]
- τάλαντο 2 το : η μεγαλύτερη μετρική και νομισματική μονάδα στην αρχαιότητα.
[λόγ. < αρχ. τάλαντον]
- ταλαντούχος -α -ο [talandúxos] Ε4 : που είναι προικισμένος με ταλέντο: Nέος, ~ ηθοποιός.
[λόγ. τάλαντ(ον) + -ούχος μτφρδ. αγγλ. talented ή γερμ. talentiert, talentvoll (διαφ. το αρχ. ταλαντοῦχος `που κρατεί τη ζυγαριά΄)]
- ταλαντώνομαι [talandónome] Ρ1β : κινούμαι με ταλαντώσεις.
[λόγ. < αρχ. ταλαντ(οῦμαι) `ταλαντεύομαι΄ -ώνομαι σημδ. γαλλ. osciller]
- ταλάντωση η [talándosi] Ο33 : (φυσ.) η κίνηση ενός σώματος που επανέρχεται σε ίσους χρόνους, στις ίδιες θέσεις, με τις ίδιες ταχύτητες και επιταχύνσεις.
[λόγ. < αρχ. ταλάντω(σις) `ζύγισμα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. ταλαντώνομαι]
- ταλαντωτής ο [talandotís] Ο7 : (τεχν.) συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων.
[λόγ. ταλαντω- (δες ταλαντώ νω) -τής μτφρδ. γαλλ. oscillateur]



