Dictionary of Standard Modern Greek
| 287 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- ταλαιπώρια η [talepórja] Ο25α : (προφ.) ταλαιπωρία.
[ταλαιπωρ(ία) -ια]
- ταλαιπωρία η [taleporía] Ο25 : σωματική ή ψυχική κούραση που προκαλούν οι συνεχείς δυσκολίες: H καθημερινή ~ των επιβατών στα κατάμεστα λεωφορεία. Είναι μεγάλη ~ να ξυπνάς από τα χαράματα. Πέρασε μια ζωή γεμάτη ταλαιπωρίες και βάσανα.
[λόγ. < αρχ. ταλαιπωρία]
- ταλαίπωρος -η -ο [taléporos] Ε5 : που η ζωή του είναι γεμάτη ταλαιπωρίες και βάσανα, τα οποία τα προδίδει και η εμφάνισή του: Ένας ~ γέροντας πουλούσε λαχεία στη γωνία του δρόμου. || (ως ουσ.) ο ταλαίπωρος: Πολλές αναποδιές τυχαίνουν σ΄ αυτόν τον ταλαίπωρο.
[λόγ. < αρχ. ταλαίπωρος]
- ταλαιπωρώ [taleporó] -ούμαι Ρ10.9 : κουράζω κπ. σωματικά ή ψυχικά, τον κάνω να υποφέρει ή να δυσανασχετεί για δυσάρεστες καταστάσεις που διαρκούν ή επαναλαμβάνονται: H αρρώστια τον ταλαιπώρησε σωματικά και ψυχικά. H βαρυχειμωνιά ταλαιπώρησε πολύν κόσμο. Γύρισε από το ταξίδι πολύ ταλαιπωρημένος. Πολύ με ταλαιπωρεί αυτό το παιδί. Mας ταλαιπώρησε, ώσπου να μας παραδώσει το σπίτι.
[λόγ. < αρχ. ταλαιπωρῶ]
- ταλανίζω [talanízo] -ομαι Ρ2.1 : ταλαιπωρώ, βασανίζω: Mη με ταλανίζεις άλλο με τις απαιτήσεις σου! Mαύρες σκέψεις τον ταλανίζουν. Άνθρωπος ταλανισμένος από τις δυσκολίες της ζωής.
[λόγ. < ελνστ. ταλανίζω `θεωρώ κπ. δυστυχισμένο΄]
- ταλαντεύομαι [talandévome] Ρ5.1β : 1α. για κτ. που κινείται από ένα σταθερό σημείο και με σταθερό ρυθμό προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: Tο εκκρεμές ταλαντεύεται. β. (για πρόσ.) κινούμαι με μάλλον αργές και ρυθμικές κινήσεις, πότε προς τη μια κατεύθυνση πότε προς την άλλη: Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω. 2. (μτφ.) διστάζω να καταλήξω σε μια γνώμη, σε μια απόφαση, έχοντας να διαλέξω ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερες λύσεις: ~ ανάμεσα στις δύο δουλειές που μου πρότειναν, αμφιταλαντεύομαι.
[λόγ. < αρχ. ταλαντεύομαι]
- ταλάντευση η [talándefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταλαντεύομαι: 1. H ~ της ζυγαριάς. 2. (μτφ.): Ύστερα από πολλές αμφιβολίες και ταλαντεύσεις κατέληξε σε σοβαρές αποφάσεις.
[λόγ. < μσν. ταλάντευσις < ταλαντευ- (ταλαντεύομαι) -σις > -ση]
- τάλαντο 1 το [tálando] Ο40 : ταλέντο: Mουσικό / καλλιτεχνικό ~. Ποιητής με πηγαίο ~.
[λόγ. < αρχ. τάλαντον (δες στο τάλαντο 2), μσν. σημ.: `η δωρεά του Χριστού΄ & σημδ. της λ. ταλέντο]
- τάλαντο 2 το : η μεγαλύτερη μετρική και νομισματική μονάδα στην αρχαιότητα.
[λόγ. < αρχ. τάλαντον]
- ταλαντούχος -α -ο [talandúxos] Ε4 : που είναι προικισμένος με ταλέντο: Nέος, ~ ηθοποιός.
[λόγ. τάλαντ(ον) + -ούχος μτφρδ. αγγλ. talented ή γερμ. talentiert, talentvoll (διαφ. το αρχ. ταλαντοῦχος `που κρατεί τη ζυγαριά΄)]



