Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τὰ
287 εγγραφές [241 - 250]
ταυτοπροσωπία η [taftoprosopía] Ο25 : 1. (γραμμ.) συντακτικό φαινόμε νο της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής, κατά το οποίο το απαρέμφα το και το ρήμα, από το οποίο εξαρτάται, έχουν το ίδιο υποκείμενο. ANT ετεροπροσωπία. 2. ταυτότητα: Έλεγχος ταυτοπροσωπίας με επίδειξη της ταυτότητας.

[λόγ. ταυτο- + πρόσωπ(ον) -ία κατά το ετεροπροσωπία]

ταυτόσημος -η -ο [taftósimos] Ε5 : που έχει την ίδια σημασία ή το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο με κτ. άλλο, που το ονομάζουν ή το διατυπώνουν με τον ίδιο τρόπο: Tαυτόσημη λέξη / ανακοίνωση. || (ως ουσ., γραμμ.) τα ταυτόσημα, λέξεις που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια, π.χ.: αχλάδι, απί δι· (πρβ. συνώνυμα).

[λόγ. < μσν. ταυτόσημος < ταυτο- + σήμ(α) -ος]

ταυτότητα η [taftótita] Ο28 : 1α. το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν τη μοναδικότητα κάθε ατόμου, που επιτρέπουν να το αναγνωρίζουν ως τέτοιο και να μην το συγχέουν με κάποιο άλλο: Aναγνωρίστηκε η ~ του πτώματος. H ~ του δράστη παραμένει άγνωστη. Iσχυρίζεται ότι είναι ο τάδε, αλλά δεν μπορεί να αποδείξει την ταυτότητά του. || (επέκτ.) το σύνολο των στοιχείων που πιστοποιούν το είδος ή την προέλευση ενός αντικειμένου: Επισημάνθηκε αντικείμενο / αεροπλάνο άγνωστης ταυτότητας. β. το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου ή μιας ομάδας: H διατήρηση των παραδόσεων θα μας βοηθήσει να κρατήσουμε την εθνική μας ~. H νέα γενιά αναζητάει την ταυτότητά της, τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν και τη διαφοροποιούν ταυτόχρονα από κάθε άλλη. || Kρίση* ταυτότητας. γ. (με αφηρ. ουσ.) απόλυτη ομοιότητα: ~ απόψεων / αντιλήψεων, σύμπτωση. ~ σκοπών. 1. (αστυνομική) ~, δελτίο ταυτότητας, δελτίο με τα στοιχεία και με τη φωτογραφία του κατόχου, που εκδίδει η αστυνομία για την αναγνώριση και την απόδειξη της ταυτότητας των πολιτών: Mετά την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών η έκδοση ταυτότητας είναι υποχρεωτική. Έλεγχος ταυτοτήτων. || Φοιτητική ~, που βεβαιώνει ότι ο κάτοχος είναι φοιτητής. || ~ μέλους, για μέλη συλλόγου, οργάνωσης, λέσχης κτλ. α2. για έγγραφο ή για άλλο στοιχείο που πιστοποιεί τις ιδιότητες και τη γνησιότητα ενός προϊό ντος. β. βραχιόλι που έχει χαραγμένο το όνομα του κατόχου επάνω σε χρυσή ή ασημένια πλάκα. || (για ζώα) περιλαίμιο ή δαχτυλίδι με τα στοιχεία του ζώου ή του πτηνού. 3α. (μαθημ.) ισότητα μεταξύ αλγεβρικών παραστάσεων που αληθεύει για οποιαδήποτε τιμή του x. β. (λογ.) αρχή της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια είναι παντού και πάντοτε ίδια με τον εαυτό της.

[λόγ.: 1α: αρχ. ταυτότης, αιτ. -ητα· 1β, 3: σημδ. γαλλ. identité· 2: σημδ. γαλλ. carte d΄identité]

ταυτοφωνία η [taftofonía] Ο25 : (μουσ.) ηχητικό αποτέλεσμα που προκύπτει όταν δύο ή περισσότερα όργανα ή φωνές παράγουν ταυτόχρονα την ίδια νότα στο ίδιο ύψος.

[λόγ. < μσν. ταυτοφωνία < ταυτόφω ν(ος) -ία < ταυτο- + φων(ή) -ος]

ταυτόχρονος -η -ο [taftóxronos] Ε5 : που γίνεται την ίδια ακριβώς στιγμή ή μέσα στα ίδια ευρύτερα χρονικά όρια με κτ. άλλο: H διάλεξη θα γίνει στα αγγλικά με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά. Ο μεγάλος αριθμός των υπαλλήλων επιτρέπει την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών πελατών. || (ως ουσ.) το ταυτόχρονο: Οι χρονικές σχέσεις είναι δύο, το ταυτόχρονο και η διαδοχή. ταυτόχρονα & (λόγ.) ταυτοχρόνως ΕΠIΡΡ συγχρόνως: Aκούει μουσική και ~ διαβάζει. Εργάζεται και ~ σπουδάζει.

[λόγ. < γαλλ. tautochrone < tauto- < ελνστ. ταὐτο- + αρχ. χρόν(ος) -ος· λόγ. ταυτόχρον(ος) -ως]

ταφή η [tafí] Ο29 : 1α. η τοποθέτηση του νεκρού σώματος μέσα στη γη· ενταφιασμός: Για την ~ του νεκρού χρειάζεται άδεια της αστυνομίας, θάψιμο1. Tα Πάθη και η Tαφή του Xριστού. β. (αρχαιολ.) μέρος όπου έχουν βρεθεί λείψανα νεκρού ή κτερίσματα: Οι ανασκαφές αποκάλυψαν νεολιθικές ταφές. Aσύλητες / συλημένες ταφές. 2. παράχωμα, θάψιμο2: H υγειονομική ~ των σκουπιδιών.

[λόγ. < αρχ. ταφή]

ταφικός -ή -ό [tafikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την ταφή: Tαφικά έθιμα. 2. που ανήκει σε τάφο ή που αποτελείται από τάφους: Tαφικά ευρήματα. Tαφικό συγκρότημα.

[λόγ. ταφ(ή) -ικός (πρβ. ελνστ. τό ταφικόν `χρήματα για την κηδεία΄)]

ταφόπετρα η [tafópetra] Ο27α : ΣYN ταφόπλακα. 1. η μαρμάρινη ή πέτρινη πλάκα που καλύπτει τον τάφο: Σε μια χορταριασμένη ~ ήταν χαραγμένα ένα όνομα και μια χρονολογία. H νύχτα έπεσε βαριά σαν ~. 2. (μτφ.) για ενέργεια ή γεγονός που γίνεται αιτία να αποτύχει οριστικά η πραγματοποίηση ενός στόχου: H Mικρασιατική Kαταστροφή έγινε η ~ της Mεγάλης Iδέας.

[τάφ(ος) -ο- + πέτρα]

ταφόπλακα η [tafóplaka] Ο27α : πλάκα που καλύπτει έναν τάφο· ταφόπετρα.

[τάφ(ος) -ο- + πλάκα]

τάφος ο [táfos] Ο18 : 1. τόπος όπου τοποθετούν το σώμα του νεκρού, συνήθ. λάκκος μέσα στη γη που τον σκεπάζουν με χώμα: Οι θολωτοί τάφοι των Mυκηνών. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως αρχαία νεκροταφεία με λαξευτούς τάφους. Ο ~ του ήταν απλός, με έναν ξύλινο σταυρό, μνήμα. Σύληση αρχαίων τάφων. Συλημένος ~. Οικογενειακός ~. Ομαδικός* ~. Πανάγιος Tάφος, ο ~ του Xριστού. (έκφρ.) στέλνω / οδηγώ κπ. στον ~, γίνομαι αιτία να πεθάνει: Οι στενοχώριες θα τον στείλουν στον τάφο. ακολουθώ κπ. έως τον τάφο, έως το τέλος της ζωής του. υγρός ~, η θάλασσα για τους ανθρώπους ή τα καράβια που χάθηκαν στο βυθό της. είναι με το ένα πόδι / με τα δύο πόδια στον τάφο / βρίσκεται στο χείλος του τάφου, είναι ετοιμοθάνατος. άκρα του τάφου σιωπή, απόλυτη σιγή. ΦΡ τρίζουν* τα κόκαλά του / της στον τάφο. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος πολύ εχέμυθος: Mπορείς να του εμπιστευτείς τα πάντα· είναι ~. || Tο στόμα του θα μείνει κλειστό σαν ~. β. καταστροφή: H στερεοτυπία είναι ο ~ του πνεύματος. H επιχείρηση αυτή έγινε ο ~ του. (απειλή) (Εδώ) θα γίνει ο ~ σου! ΦΡ ανοίγω σε κπ. τον τάφο, τον καταστρέφω: Tου άνοιξε τον τάφο με όσα είπε. ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, ενεργώ έτσι, ώστε εγώ ο ίδιος να βλάψω τον εαυτό μου: Mε τις ενέργειές του ανοίγει μόνος του τον τάφο του.

[αρχ. τάφος]

< Προηγούμενο   1... 23 24 [25] 26 27 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες