Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τόφαλος ο [tófalos] Ο20 : (οικ.) άνθρωπος πολύ χοντρός: Πώς πάχυνε έτσι; ~ έγινε.
[ανθρωπων. Τόφαλος, όν. μεγαλόσωμου παλαιστή]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ανθρωπων. Τόφαλος, όν. μεγαλόσωμου παλαιστή]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |