Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τόφαλος
1 εγγραφή
τόφαλος ο [tófalos] Ο20 : (οικ.) άνθρωπος πολύ χοντρός: Πώς πάχυνε έτσι; ~ έγινε.

[ανθρωπων. Τόφαλος, όν. μεγαλόσωμου παλαιστή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες