Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυχοδ
3 εγγραφές [1 - 3]
τυχοδιώκτης ο [tixoδióktis] Ο10 θηλ. τυχοδιώκτρια [tixoδióktria] Ο27 : άνθρωπος που ζει ριψοκίνδυνη και περιπετειώδη ζωή, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, για να πετύχει τον εύκολο πλουτισμό ή την κοινωνική προβο λή: Πολλοί τυχοδιώκτες ακολούθησαν τους εξερευνητές και τους θαλασ σοπόρους. || Έπεσε θύμα ενός τυχοδιώκτη, ενός κοινού απατεώνα.

[λόγ. τύχ(η) -ο- + διώκτης μτφρδ. αγγλ. fortune hunter· λόγ. τυχοδιώκ(της) -τρια]

τυχοδιωκτικός -ή -ό [tixoδioktikós] Ε1 : που έχει τις ιδιότητες του τυχοδιώκτη ή που ταιριάζει σε τυχοδιώκτη: Ένας ~ τύπος. Άνθρωπος με τυχοδιωκτικό πνεύμα. Έζησε μια τυχοδιωκτική ζωή. τυχοδιωκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. τυχοδιώκτ(ης) -ικός]

τυχοδιωκτισμός ο [tixoδioktizmós] Ο17 : α. ο τρόπος ζωής του τυχοδιώκτη: Πολιτικός ~. β. (πληθ.) ενέργειες που ταιριάζουν στον τυχοδιώκτη.

[λόγ. τυχοδιώκτ(ης) -ισμός μτφρδ. αγγλ. adventurism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες