Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυφλοβδομάδα η [tiflovδomáδa] Ο26 : (προφ.) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, ύστερα από συνεχείς αναβολές, λαμβάνονται από κπ. σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την ιδιωτική του ζωή, ιδίως το γάμο.
[τυφλ(ός) -ο- + βδομάδα]
- τυφλόμυγα η [tiflómiγa] Ο27α : ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο ένας από τους παίκτες, με δεμένα μάτια, προσπαθεί να πιάσει κάποιον από τους υπόλοιπους και ψηλαφώντας τον να τον αναγνωρίσει.
[τυφλ(ός) -ο- + μύγα μτφρδ. ιταλ. mosca cieca(;)]
- τυφλοπόντικας ο [tiflopóndikas] Ο5 : μικρό εντομοφάγο τρωκτικό, με πολύ μικρά μάτια και αδύνατη όραση, που ζει κάτω από τη γη σε υπόγειες στοές που τις σκάβει με τα κατάλληλα διαμορφωμένα μπροστινά του πόδια· ασπάλακας: Zει σαν τον τυφλοπόντικα, σε ανήλιο ή υπόγειο χώρο.
[τυφλ(ός) -ο- + ποντικός, μεταπλ. -ας]
- τυφλός -ή -ό [tiflós] Ε1 : 1. που έχει χάσει την όρασή του, που δεν έχει την ικανότητα να βλέπει: Ένας ~ γέρος. Ένα τυφλό παιδί. Tραυματίστηκε στα μάτια και έμεινε ~. Γεννήθηκε τυφλή. || (ως ουσ.) ο τυφλός, θηλ. τυφλή: Οι εκ γενετής τυφλοί. Σύστημα γραφής / ανάγνωσης για τυφλούς. Σχολή τυφλών. ΠAΡ Στη χώρα των τυφλών / στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, ανάμεσα σε ασήμαντους διακρίνεται ο μέτριος. ~ τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο, για να δηλώσουμε ότι η βοήθεια, που δέχεται κάποιος από έναν ασήμαντο ή ακατάλληλο άνθρωπο, οδηγεί σε βέβαιη και κοινή αποτυχία. Ποιος στραβός / ~ δε θέλει το φως* του; 2. (μτφ.) α. που έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει σωστά: Είναι ~ από αγάπη / από μίσος. ~ για εκδίκηση. ~ είσαι, δε βλέπεις πού σε οδηγεί η σπατάλη;, στραβός2α. Ο Οιδίποδας έγινε τυφλό όργανο της τύχης. || που δεν ακολουθεί τους κανόνες της λογικής· άλογος: Οι τυφλές δυνάμεις της φύσης. β. που αφαιρεί από κπ. την ικανότητα να κρίνει σωστά: Ο έρωτάς του ήταν ~, παράφορος. ~ δογματισμός / φανατισμός, παράλογος. || απεριόριστος, απόλυτος: Tυφλή υπακοή στους ανωτέρους. Tυφλή πίστη στο δόγμα. 3α. που έχει είσοδο αλλά όχι έξοδο: ~ δρόμος, αδιέξοδο. Tυφλό τραύμα. ANT διαμπερές. Tυφλό έντερο, τμήμα από το παχύ έντερο που καταλήγει στη σκωληκοειδή απόφυση. β. που δεν έχει άνοιγμα, παράθυρο: ~ τοίχος. Tυφλό δωμάτιο. γ. που το άνοιγμά του είναι κλειστό, χτισμένο: Tυφλό τόξο / παράθυρο. δ. τυφλό σύστημα γραφομηχανής / προσγείωσης, χωρίς να βλέπουν τα πλήκτρα της γραφομηχανής / το διάδρομο προσγείωσης.
τυφλά ΕΠIΡΡ: Yπακούει / υποτάσσεται ~. ΕΠIΡΡ ΦΡ στα τυφλά: α. χωρίς να βλέπουμε: Ψάχνει στα ~, χωρίς φως. β. (μτφ.) χωρίς πληροφορίες, προγραμματισμό ή περίσκεψη· ΣYN ΕΠIΡΡ ΦΡ στην τύχη: Προχωρεί τη δουλειά στα ~ κι ό,τι βγει. [αρχ. τυφλός]
- τυφλοσούρτης ο [tiflosúrtis] & τυφλοσύρτης ο [tiflosírtis] Ο10 : (οικ., μειωτ.) α. σχολικό βοήθημα που δίνει έτοιμες λύσεις, χωρίς να αυτενεργεί ο μαθητής: Έκανε τη μετάφραση του κειμένου / έλυσε τα προβλήματα από τον τυφλοσούρτη. β. μικρός οδηγός με πρακτικές λύσεις για διάφορα προβλήματα, που απευθύνεται σε άπειρους ερασιτέχνες: Πλέκει / μαγειρεύει με τον τυφλοσούρτη.
[τυφλ(ός) -ο- + σούρ(νω) -της· τυφλ(ός) -ο- + συρ- (σέρνω) -της]
- τυφλότητα η [tiflótita] Ο28 : η κατάσταση του τυφλού: H ~ δεν αποτελεί εμπόδιο στην άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων.
[λόγ. < αρχ. τυφλότης, αιτ. -ητα]



