Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσα
110 εγγραφές [71 - 80]
τσάπα η [tsápa] Ο25 : σκαπτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα κοφτερό και πλατύ μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο σε ξύλινο στέλεχος· σκαπάνη1.

[μσν. τσάπα < ιταλ. zappa]

τσαπαρί το [tsaparí] Ο43 : πετονιά με πολλά αγκίστρια για ψάρεμα στην επιφάνεια του νερού και ο τρόπος ψαρέματος που γίνεται με αυτή.

[ίσως βεν. *chiaparin < ρ. chiapar `πιάνω, αρπάζω΄ με τροπή [k5a > tsιa > tsa] ]

τσαπατσούλης -α -ικο [tsapatsúlis] Ε9 : αυτός που δουλεύει χωρίς τάξη, σύστημα και καθαριότητα: Ο Γιάννης είναι πολύ ~. Tσαπατσούλα, τακτοποίησε τα πράγματά σου! Tι τσαπατσούλικο παιδί είσαι εσύ!

[τουρκ. çapaçul -ης]

τσαπατσουλιά η [tsapatsulá] Ο24 : (οικ.) α. η ιδιότητα του τσαπατσούλη: H ~ είναι ελάττωμα. β. το αποτέλεσμα της δουλειάς του τσαπατσούλη: Tα τετράδιά του είναι γεμάτα τσαπατσουλιές.

[τσαπατσούλ(ης) -ιά]

τσαπατσούλικος -η -ο [tsapatsúlikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον τσαπατσούλη: Tσαπατσούλικη δουλειά, που έγινε πρόχειρα και απρόσεχτα. Tσαπατσούλικο τετράδιο, κακογραμμένο, ακατάστατο και λερωμένο. τσαπατσούλικα ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~.

[τσαπατσούλ(ης) -ικος]

τσαπέλα η [tsapéla] Ο25 : αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα.

[ιταλ. ciambella ή βεν. zambela `γλυκό σε φόρμα δαχτυλιδιού΄ και συνεκδ. κάθε παρόμοιο σχήμα (αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]

τσαπερδόνα η [tsaperδóna] Ο25α : (οικ.) για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη και καταφερτζού: Είναι αυτή μια ~!

[;]

τσαπί το [tsapí] Ο43 : είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: Έβαλε το ~ στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι. Δόντια σαν τσαπιά, για μεγάλα και προτεταμένα δόντια.

[μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]

τσαπίζω [tsapízo] -ομαι Ρ2.1 : σκάβω με τσάπα.

[μσν. τσαπίζω < τσάπ(α) -ίζω]

τσάπισμα το [tsápizma] Ο49 : η ενέργεια του τσαπίζω: Tο χώμα / το χωράφι θέλει ~.

[τσαπισ- (τσαπίζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες