Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακιστός
1 εγγραφή
τσακιστός -ή -ό [tsakistós] Ε1 : για κτ. που το έχουν σπάσει με κόπανο ή με πέτρα: Ελιές τσακιστές. ΦΡ δεν έχω / δε μου έμεινε πεντάρα / δεκάρα τσακιστή, έμεινα χωρίς χρήματα· ΣYN ΦΡ είμαι πανί με πανί.

[τσακισ- (τσακίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες