Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακίρικος
1 εγγραφή
τσακίρικος -η -ο [tsakírikos] Ε5 : για μάτια που έχουν χρώμα γκριζοπράσινο.

[τσακίρ(ης) -ικος < τουρκ. çakιr -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες