Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
110 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταγκίζω [tangízo] Ρ2.1α μππ. ταγκισμένος & ταγκιάζω [tangázo] Ρ2.1α μππ. ταγκιασμένος & τσαγκίζω [tsangízo] Ρ2.1α μππ. τσαγκισμένος : γίνομαι ταγκός: Tο λάδι έμεινε σε σκουριασμένο τενεκέ και τάγκισε.
[ταγκ(ός) -ίζω, -ιάζω· τσαγκ(ός) -ίζω]
- ταγκίλα η [tangíla] & τσαγκίλα η [tsangíla] Ο25α : η γεύση και η μυρωδιά του ταγκού.
[ταγκ(ός), τσαγκ(ός) -ίλα]
- τάγκισμα το [tángizma] & τάγκιασμα το [tángazma] & τσάγκισμα το [tsángizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταγκίζω: Tο ~ του λαδιού.
[ταγκισ- (ταγκίζω), ταγκιασ- (ταγκιάζω), τσαγκισ- (τσαγκίζω) -μα]
- τζάμπα [dzába] & τσάμπα [tsába] επίρρ. : 1α. χωρίς να πληρώσω, δωρεάν: Πήγα στον κινηματογράφο ~. Mου το έδωσε ~. β. πολύ φτηνά: ~ ό,τι πάρετε! ΦΡ τη βγάζω ~, αποφεύγω ένα έξοδο, κάποιος άλλος πληρώνει για λογαριασμό μου. || (ως επίθ.): ~ πράμα. (έκφρ.) ~ μάγκας*. 2. χωρίς λόγο, άδικα: ~ πήγε τόση δουλειά. Tόσος κόσμος πάει κάθε μέρα ~ από τα τροχαία. (με επίταση στην έκφρ.) ~ και βερεσέ. ΠAΡ ~ ξίδι γλυκό σαν μέλι, για να δηλώσουμε ότι οτιδήποτε αποχτιέται δωρεάν ή χωρίς προσπάθεια είναι ευπρόσδεκτο και ευχάριστο.
[τουρκ. caba· αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με εναλλ. ηχηρού - άηχου συμφ.: ντομάτα - τομάτα]
- τσαγαλής -ιά -ί [tsaγalís] Ε8 & τσαγαλί [tsaγalí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του χλωρού αμύγδαλου· πρασινωπός. || (ως ουσ.) το τσαγαλί, το τσαγαλί χρώμα.
[τσάγαλ(ο) -ής· τσάγαλ(ο) -ί 4]
- τσάγαλο το [tsáγalo] Ο41 : ο καρπός της αμυγδαλιάς, όταν είναι ακόμη χλωρός και έχει το πρασινωπό σαρκώδες περίβλημα.
[τουρκ. çağala εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από τα περσ.)]
- τσαγανός ο [tsaγanós] Ο17 : (παρωχ.) κάβουρας. ΦΡ έχει (μέσα του) τσαγανό, είναι πολύ δραστήριος και δυναμικός.
[μσν. τσαγανός < τουρκ. çağanoz]
- τσαγερία η [tsajería] Ο25 : κατάστημα όπου σερβίρουν κυρίως τσάι· τεϊο ποτείο.
[τσαγ- (τσάι) -ερία]
- τσαγερό το [tsajeró] Ο38 : α. τσαγιέρα. β. (παρωχ.) σερβίτσιο τσαγιού.
[τσαγ- (τσάι) -ερό]
- τσαγιέρα η [tsajéra] Ο25α : δοχείο με στόμιο στο επάνω μέρος: α. από προσελάνη, για να ετοιμάζουν και να σερβίρουν το τσάι. β. από μέταλλο, για να ζεσταίνουν νερό στη σόμπα, στο τζάκι κτλ.
[τσαγ- (τσάι) -ιέρα]