Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσίτσα
1 εγγραφή
τσίτσα η [tsítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) ξύλινο, στρογγυλό δοχείο, με επίπεδες πλευρές, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί.

[ίσως σλαβ. tsitsa (πρβ. βουλγ. tsitsa, tsitska `μαστός, ρώγα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες