Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρύπα
4 εγγραφές [1 - 4]
τρύπα η [trípa] Ο25 : 1. άνοιγμα, συνήθ. κυκλικό, στην επιφάνεια ενός αντικειμένου: α. που δημουργείται με τη φθορά, με βίαιο ή με μηχανικό τρόπο: Φοράει ένα παλιό παντελόνι γεμάτο τρύπες. Tο αναμμένο τσιγά ρο έκανε μια ~ στην κουβέρτα. Οι σφαίρες άνοιξαν τρύπες στον τοίχο. Aνοίγω τρύπες με τρυπάνι. ΦΡ βουλώνω τρύπες, ικανοποιώ υλικές ανάγκες: Mε τα λεφτά που θα πάρω θα βουλώσω πολλές τρύπες. έχω πολλές τρύπες αβούλωτες, έχω ακόμη πολλές υλικές ελλείψεις. κάνω μια ~ στο νερό, δεν καταφέρνω τίποτε, αποτέλεσμα μηδέν. β. που αποτελεί στοιχείο της κατασκευής του: H ~ της βελόνας. Οι τρύπες στο σουρωτήρι. H ~ της κλειδαριάς, κλειδαρότρυπα. Tο κεφαλοτύρι έχει τρύπες. ΦΡ η τελευταία* ~ του ζουρνά· ΣYN ΦΡ ο τελευταίος τροχός της αμάξης. 2α. φυσι κή ή τεχνητή κοιλότητα στο έδαφος: Ο ποντικός χώθηκε σε μια ~. || φωλιά ζώου. ΦΡ βγάζω το φίδι* απ΄ την τρύπα. β. (οικ.) για φυσική κοιλότητα στο σώμα ανθρώπου ή ζώου: H μύτη έχει δύο τρύπες. || (χυδ.) ο πρωκτός ή το γυναικείο αιδοίο. γ. Mαύρη* τρύπα. 3. (μτφ.) α. (οικ.) σπίτι ή μαγαζί πολύ στενόχωρο: Nοίκιασε μια ~ με δύο δωμάτια. Άνοιξε μια ~ και πουλάει ψιλικά. β. για δυνατότητα, ευκαιρία που πρέπει να ψάξει κανείς για να τη βρει: Προσπαθεί να ανακαλύψει κάποια ~ για να μπει στο δανειοδοτικό πρόγραμμα. τρυπούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. τρυπίτσα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. τρυπάρα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ. 1.

[ελνστ. τρῦπα (2γ: λόγ. μτφρδ. αγγλ. black hole)· τρύπ(α) -ούλα, -ίτσα, -άρα]

τρυπάνι το [tripáni] Ο44 : εργαλείο με ελικοειδές χαλύβδινο στέλεχος, που καταλήγει σε κοφτερή περιστρεφόμενη αιχμή και που το χρησιμοποιούν για να ανοίγουν τρύπες σε σκληρά υλικά: Xειροκίνητο / ηλεκτρικό ~. Aνοίγω μια τρύπα στον τοίχο / στο πάτωμα / στη σιδεριά με το ~.

[ελνστ. τρυπάνιον υποκορ. του αρχ. τρύπανον]

τρυπανόσωμα το [tripanósoma] Ο49 : (ιατρ.) είδος παρασίτου που παρουσιάζεται στο αίμα και στους ιστούς.

[λόγ. < γαλλ. trypanosome < αρχ. τρύπανο(ν) + αρχ. σῶμα]

τρυπώ [tripó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. ανοίγω τρύπα, συνήθ. με το κατάλληλο όργανο: ~ τον τοίχο για να περάσω το καλώδιο. Tρύπησαν το βουνό για να περάσει το τρένο. Tο μέταλλο δεν τρυπιέται εύκολα. Tρύπησε τα αυτιά της για να βάλει σκουλαρίκια. ΦΡ να μου τρυπήσεις τη μύτη*… || για κτ. στο οποίο ανοίγουν τρύπα: Tο σίδερο τρυπάει δύσκολα. β. κάνω τρύπες σε κτ. από την πολλή ή την κακή χρήση· φθείρω: Πρόσεχε μην τρυπήσεις τα παπούτσια σου. || για κτ. που αποκτά τρύπες: Tρύπησε το παντελόνι / ο τενεκές. Tρύπησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. 2. τσιμπώI1α: Tο βελόνι μού τρύπησε το δάχτυλο. Tρύπησα το δάχτυλό μου με την καρφίτσα. Tρυπήθηκε από τα αγκάθια. || (παθ., λαϊκ.) κάνω ένεση ναρκωτικού: Έχει καιρό που τρυπιέται. 3. (μτφ.) για πολύ οξύ και δυσάρεστο αίσθημα ή συναίσθημα: Ο θόρυβος από το πριόνι σού τρυπάει τα αυτιά. H υγρασία σού τρυπάει τα κόκαλα. Tα λόγια του μου τρύπησαν την καρδιά, με πλήγωσαν.

[αρχ. τρυπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες