Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριτεύων
1 εγγραφή
τριτεύων -ουσα -ον [tritévon] Ε12 : που είναι πολύ ασήμαντος. ANT πρωτεύων: Παίζει έναν τριτεύοντα ρόλο στην υπόθεση. H θέση του μέσα στο κόμμα είναι τριτεύουσα.

[λόγ. τρίτ(ος) -εύων κατά το δευτερεύων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες