Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριτεύων -ουσα -ον [tritévon] Ε12 : που είναι πολύ ασήμαντος. ANT πρωτεύων: Παίζει έναν τριτεύοντα ρόλο στην υπόθεση. H θέση του μέσα στο κόμμα είναι τριτεύουσα.
[λόγ. τρίτ(ος) -εύων κατά το δευτερεύων]



