Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρισάγιος
1 εγγραφή
τρισάγιος -α -ο [trisájios] Ε6 : 1. (εκκλ.) Ο ~ ύμνος, ύμνος στον οποίο ψάλλουν τρεις φορές το «Άγιος», δηλαδή «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος». 2. (ως ουσ.) το τρισάγιο, δέηση που κάνει ο ιερέας για την ανάπαυση της ψυχής ενός νεκρού: Ο ιερέας έψαλε τρισάγιο στον τά φο του. Ο παπάς διάβασε ένα τρισάγιο. Kάνω τρισάγιο. (προφ.) Ρίχνω ένα τρισάγιο.

[λόγ. < ελνστ. τρισάγιος, μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. τρισάγιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες