Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριγενής
1 εγγραφή
τριγενής -ής -ές [trijenís] Ε10 : (γραμμ.) που έχει τρία γένη: Tο επίθετο “καλός, καλή, καλό” είναι τριγενές και τρικατάληκτο.

[λόγ. < ελνστ. τριγενής (διαφ. το αρχ. τριγενής `έντομο με τρεις περιόδους ζωής΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες