Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρελογιατρός
1 εγγραφή
τρελογιατρός ο [trelojatrós] Ο17 : (προφ.) 1. τρελός2 γιατρός. 2. (ειρ.) ψυχίατρος.

[τρελο- + γιατρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες