Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρίκογχος -η -ο [tríkoŋxos] Ε5 : (αρχιτ.) για οικοδόμημα, κυρίως για χριστιανικό ναό, που έχει στην ανατολική πλευρά του τρεις κόγχες: ~ βυζαντινός ναός.
[λόγ. < ελνστ. τρίκογχος]



