Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίκογχος
1 εγγραφή
τρίκογχος -η -ο [tríkoŋxos] Ε5 : (αρχιτ.) για οικοδόμημα, κυρίως για χριστιανικό ναό, που έχει στην ανατολική πλευρά του τρεις κόγχες: ~ βυζαντινός ναός.

[λόγ. < ελνστ. τρίκογχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες