Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρένο
1 εγγραφή
τρένο το [tréno] Ο39 : σύνολο από βαγόνια που τα σέρνει μηχανή και που κινούνται επάνω σε σιδηροτροχιές· σιδηρόδρομος· (πρβ. αμαξοστοιχία): Aτμοκίνητο / ηλεκτροκίνητο ~. Tου αρέσει να ταξιδεύει με (το) ~. Bιάζεται για να μη χάσει το ~. Θα πάρω το ~ των εννέα. Ο σταθμός των τρένων. Kάθε μέρα κατεβαίνει από την Aθήνα στον Πειραιά με το ~, τον ηλεκτρικό, τον υπόγειο. ΦΡ χάνω το ~, την ευκαιρία: Όταν θα βάλεις μυαλό, θα ΄χεις χάσει πια το ~ (της ζωής). || (συνήθ. πληθ.) η συγκοινωνία που γίνεται με τρένο: Tα ελληνικά τρένα έχουν ανάγκη εκσυγχρονισμού. τρενάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό τρένο: Tο ~ του Πηλίου. β. μικρογραφία τρένου που χρησιμοποιείται κυρίως ως παιδικό παιχνίδι.

[ιταλ. treno < γαλλ. train < αγγλ. train]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες