Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τράγος ο [tráγos] Ο18 : 1. το αρσενικό της κατσίκας, που διακρίνεται από τα μακριά του κέρατα και το μακρύ του γένι. ΦΡ αποδιοπομπαίος* ~. 2. (μτφ., υβρ.) α. παπάς, ιδίως όταν έχει μακριά γενειάδα· τραγόπαπας. β. άνθρωπος πεισματάρης και δύστροπος.
[αρχ. τράγος]



