Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τούτο
2 εγγραφές [1 - 2]
τούτος -η -ο [tútos] & ετούτος -ο [etútos] αντων. δεικτ. : σε θέση επιθέ του ή ουσιαστικού· σε αντιδιαστολή με τη δεικτική αντωνυμία εκείνος, τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής για να δείξει (συχνά συγχρόνως δείχνει με το χέρι του ή με το βλέμμα του) κτ. που είναι πολύ κοντά του τοπικά ή χρονικά, αν και συχνότερη και γι΄ αυτή την περίπτωση είναι η δεικτική αντωνυμία αυτός: ~ είναι ο φίλος μου, αυτός. Προτιμώ τούτο το χρώμα, όχι εκείνο. || συχνά μαζί με το επίρρημα εδώ για περισσότερη έμφαση: Tούτο εδώ είναι το σπίτι του. Tούτη εδώ η γυναίκα. Σε τούτο δω το στενό. || σπανιότερα για να δείξει κτ. που είναι κοντά στον ομιλητή σε αντιδιαστολή προς τη δεικτική αντωνυμία αυτός που δείχνει κτ. κοντά στο συνομιλητή: (Ε)τούτο είναι δικό μου κι αυτό είναι δικό σου. || χρονικά, για το διάστη μα που διανύουμε: Nα περάσει και τούτη η χρονιά, η φετινή. Πάει και τού τη η μέρα, η σημερινή. ΦΡ με τούτα / μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα*. (λόγ. έκφρ.) διά τούτο, γι΄ αυτό. προς τούτο, για το σκοπό αυτό. εκτός* τούτου. επί τούτο / επί τούτου, επίτηδες.

[μσν. τούτος εν. < ελνστ. τοῦτοι πληθ. του αρχ. οyτος, αιτ. τοῦτον· ανάπτ. ε- κατά το εκείνος]

τουτού το [tutú] Ο (άκλ.) : (παιδ.) αυτοκίνητο.

[λ. νηπιακή < του του]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες