Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκομερίτης
1 εγγραφή
τουρκομερίτης ο [turkomerítis] Ο10 θηλ. τουρκομερίτισσα [turkomerí tisa] Ο27α : (μειωτ., παρωχ.) χαρακτηρισμός Έλληνα που καταγόταν από τουρκικές ή τουρκοκρατούμενες περιοχές.

[Τούρκ(ος) -ο- + μέρ(ος) -ίτης· τουρκομερίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες