Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Tουρκιά η [turká] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) το τουρκικό έθνος, οι Tούρκοι: Ελληνικοί πληθυσμοί που έζησαν αιώνες μέσα στην ~. Πλάκωσε η ~.
[Τούρκ(ος) -ιά]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Τούρκ(ος) -ιά]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |