Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοπικιστής
1 εγγραφή
τοπικιστής ο [topikistís] Ο7 θηλ. τοπικίστρια [topikístria] Ο27 : αυτός που δίνει αποκλειστική προτεραιότητα στα συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρί δας του έναντι των γενικότερων εθνικών συμφερόντων.

[λόγ. τοπικ(ισμός) -ιστής· λόγ. τοπικισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες