Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τι
69 εγγραφές [51 - 60]
τίποτις [típotis] αντων. αόρ. (άκλ.) : (λαϊκότρ.) τίποτε.

[τίποτ(α) -ις κατά το μόλις]

τιράζ το [tiráz] Ο (άκλ.) : (τυπ.) ο αριθμός των αντιτύπων που εκτυπώνεται σε μία εκτύπωση ή ανατύπωση· (πρβ. τράβηγμα): Οι σύγχρονες τυπογραφικές μηχανές επιτρέπουν την αύξηση του ~. H δεύτερη έκδοση είχε ~ δύο χιλιάδες αντίτυπα.

[λόγ. < γαλλ. tirage]

τιράντα η [tiránda] Ο25 : 1. (συνήθ. πληθ.) ταινίες από ύφασμα ή ελαστι κό, που περνούν πάνω από τους ώμους και χρησιμεύουν για να συγκρατούν παντελόνια ή γυναικεία ρούχα: Ένα ζευγάρι αντρικές τιράντες. Φούστα / φόρεμα με τιράντες. || (για γυναικεία εσώρουχα) μπρετέλες. 2. (τεχν.) λουρίδα από ύφασμα που χρησιμοποιείται για συγκράτηση ή για συναρμογή.

[ιταλ. (νότ. διάλ.) tirant(e) ]

τιρκουάζ το [tirkuáz] & τουρκουάζ το [turkuáz] Ο (άκλ.) : 1. πολύτιμος λίθος σε χρώμα ανοιχτό μπλε προς το πράσινο: Δαχτυλίδι / καρφίτσα με ~. 2. το χρώμα που έχει ο παραπάνω λίθος: Σου πηγαίνει πολύ το ~. || (ως επίθ.): Φορούσε μια ρόμπα ~.

[λόγ. < γαλλ. turqoise· υποχωρ. αφομ. [i-u > u-u] ]

τιρμπουσόν το [tirbusón] Ο (άκλ.) : εργαλείο που το χρησιμοποιούν για να τραβούν το φελλό από τα μπουκάλια.

[λόγ. < γαλλ. tire-bouchon]

τιρολέζικος -η -ο [tirolézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Tιρόλο ή στους Tιρολέζους: Tιρολέζικη φορεσιά.

[Τιρολέζ(ος) -ικος < ιταλ. tiroles(e) -ος < Tirolo < γερμ. Tirol]

τιτάνας ο [titánas] Ο2 : 1. (μυθ.) Tιτάνες, αρχαίες ελληνικές θεότητες, παιδιά του Ουρανού και της Γης. 2. (μτφ.) άνθρωπος με εκπληκτικές σωματικές ή πνευματικές ικανότητες· γίγαντας: Οι τιτάνες του πνεύματος. Ο Mπετόβεν υπήρξε ένας ~ της τέχνης.

[λόγ.: 1: αρχ. Τιτάν, αιτ. -ᾶνα· 2: σημδ. γαλλ. titan (στη νέα σημ.) < λατ. Titan < αρχ. Τιτάν]

τιτανικός -ή -ό [titanikós] Ε1 : τιτάνιος.

[λόγ. < αρχ. Τιτανικός `των Τιτάνων΄ & σημδ. γαλλ. titanique < titan = τιτάν(ας) -ique = -ικός]

τιτάνιο το [titánio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο της ομάδας των μετάλλων, που μοιάζει με το χάλυβα και που χρησιμοποιείται πολύ στη μεταλλουργία.

[λόγ. < νλατ. titanium < ελνστ. τίταν(ος) `γύψος΄ -ium = -ιον]

τιτάνιος -α -ο [titánios] Ε6 : που ταιριάζει σε τιτάνα2, για να χαρακτηρίσουμε κτ. που φαίνεται ότι υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες, τα ανθρώπινα μέτρα· γιγάντιος, υπεράνθρωπος: ~ αγώνας. Tιτάνια πάλη. Ένα τιτάνιο έργο.

[λόγ. < ελνστ. Τιτάνιος `των Τιτάνων΄ & σημδ. γαλλ. titanesque (< λατ. Titan < αρχ. Τιτάν)]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 [6] 7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες