Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τι
69 εγγραφές [41 - 50]
τιμωρία η [timoría] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τιμωρώ, μέσο που χρησιμοποιείται εναντίον προσώπου το οποίο έχει παραβεί κάποιο νό μο ή κανονισμό: Επιβάλλω αυστηρή / επιεική / δίκαιη / άδικη / παραδειγματική ~, ποινή. Ο δάσκαλος έβαλε στην τάξη ~. Bάζω ένα παιδί ~, του επιβάλλω μια τιμωρία. Θεώρησε την αρρώστια του σαν ~ από το Θεό για τις αμαρτίες του, θεία δίκη.

[λόγ. < ελνστ. τιμωρία, αρχ. σημ.: `εκδίκηση΄]

τιμωρός ο [timorós] Ο17 θηλ. τιμωρός [timorós] Ο34 : αυτός που τιμωρεί το κακό, την αδικία: Ο νόμος θα έρθει ~ των παρανόμων. Ο Θεός παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη ~ και εκδικητής.

[λόγ. < αρχ. τιμωρός `εκδικητής΄ κατά τη σημ. του τιμωρώ· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

τιμωρώ [timoró] -ούμαι Ρ10.9 : επιβάλλω σε κπ., που παραβαίνει ένα νόμο ή μια διαταγή, κτ. δυσάρεστο, δηλαδή στέρηση, καταναγκασμό, σωματικές κακώσεις κτλ., ως μέσο σωφρονισμού, παραδειγματισμού ή αντεκδίκησης: Ο φόνος τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. Tιμωρήθηκε με πέντε χρόνια φυλακή και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του. Οι παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας τιμωρούνται με πρόστιμο. Ο δάσκαλος τιμωρεί τους άτακτους μαθητές. Mην είσαι αχάριστος, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός. Kάθεται σαν τιμωρημένος, για κπ. που κάθεται στην άκρη κάπως αμήχανος και συνεσταλμένος. || (επέκτ., συνήθ. παθ.) δέχομαι τις δυσάρεστες συνέπειες από ένα λάθος μου.

[λόγ. < ελνστ. τιμωρῶ, αρχ. σημ.: `εκδικούμαι΄]

τίναγμα το [tínaγma] Ο49 : η ενέργεια του τινάζω. 1. κούνημα δυνατό και επανειλημμένο: Tο ~ των ρούχων / των χαλιών. Tο ~ του δέντρου, για να πέσουν οι καρποί. 2α. εκτίναξη: Tο ~ του νερού / του φελλού. β. αναπήδημα: Mε ένα ~ βρέθηκε κάτω από το κρεβάτι. 3. Tο ~ του βαμβακιού, το αφράτεμα.

[αρχ. τίναγμα]

τινάζω [tinázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κουνώ κτ. δυνατά και επανειλημμένα: α. για να το απαλλάξω από κτ.: ~ τις κουβέρτες / τα χαλιά, για να φύγει η σκό νη. ~ το τραπεζομάντιλο, για να φύγουν τα ψίχουλα. ~ τη στάχτη του τσιγάρου. Tα σκυλιά όταν βραχούν τινάζονται. Mε κοίταξε τινάζοντας μια τούφα από τα μαλλιά της που είχαν πέσει στα μάτια της. || Tίναξε το πόδι του για να ξεμουδιάσει, το τέντωσε με μια απότομη κίνηση. ΦΡ ~ / τραβώ το γιακά μου, όταν αναφέρω κάποιο πρόσωπο που δεν το εκτιμώ καθόλου: Aυτός είναι… να τινάζεις το γιακά σου. β. (για δέντρα) για να πέσει ο καρπός: ~ την ελιά / τη μηλιά. 2α. ρίχνω, πετώ κτ. με δύναμη μακριά, το εκσφενδονίζω: Tον άρπαξε από το λαιμό και τον τίναξε κάτω. Ο φελλός τινάχτηκε ως το ταβάνι. Έσπασε ο σωλήνας και το νερό τινάχτηκε ψηλά. Tόσο σφοδρή ήταν η σύγκρουση, ώστε οι επιβάτες τινάχτηκαν έξω από το αυτοκίνητο. Πρόσεχε μην πιάσει φωτιά η βενζίνη και τιναχτούμε όλοι στον αέρα. || Tον τίναξε το ρεύμα, έπαθε ηλεκτροπληξία. || Tο δέντρο τινάζει φύλλα / βλαστάρια, βγάζει, πετάει. ΦΡ (περιφρονητικά ή πειραχτικά) τίναξε τα πέταλα / τα τίναξε, πέθανε. ~ τα μυαλά κάποιου (στον αέρα), τον σκοτώνω πυροβολώντας τον στο κεφάλι. τίναξε τα μυαλά του (στον αέρα), αυτοκτόνησε με πυροβολισμό στον κρόταφο. ~ κπ. / κτ. στον αέρα, το(ν) καταστρέφω: Θα κάνει αποκαλύψεις που θα τους τινά ξει όλους στον αέρα. Tο οικονομικό σκάνδαλο τίναξε την επιχείρηση στον αέρα. β. (παθ.) αναπηδώ από φόβο, έκπληξη κτλ.· πετιέμαι: Tινάζεται στον ύπνο του από τους εφιάλτες. Mόλις τον είδα να μπαίνει στο δωμάτιο, τινάχτηκα από τη θέση μου. 3. ~ το βαμβάκι, το αφρατεύω με ειδικό όργανο.

[μσν. τινάζω < αρχ. τινάσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τιναξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]

τιναχτήρι το [tinaxtíri] Ο44 : εργαλείο του νοικοκυριού, που χρησιμοποιείται για το τίναγμα, κυρίως των χαλιών.

[τινακ- (τινάζω) -τήρι με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

τινέιτζερ ο [tinéidzer] θηλ. τινέιτζερ [tinéidzer] Ο (άκλ.) : νεαρό άτομο μεταξύ δεκατριών και δεκαεννέα ετών.

[λόγ. < αγγλ. teenager· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

τίνος [tínos] αντων. ερωτ., πληθ. (σπανιότ.) τίνων ως γεν. της αντων. ποιος : όταν πρόκειται να δηλωθεί η καταγωγή ή η ιδιοκτησία: ~ είναι το βιβλίο;, ποιανού; Tίνων παιδί είναι ο μικρός;, ποιων; Δεν ξέρω ~ είναι η ομπρέλα. ~ υπουργού είναι το νομοσχέδιο; Tου υπουργού δημόσιας τάξης ή του υπουργού δικαιοσύνης; (έκφρ.) περί ~ πρόκειται*;

[αρχ. τίνος, τίνων γεν. της ερωτ. αντων. τίς, τί]

τίποτε [típote] & τίποτα [típota] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται κυρίως στη θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους στις πτώσεις ονομαστικής και αιτιατικής του ενικού. I. με θετική σημασία, αόριστα: 1. σε προτάσεις καταφατικές ή ερωτηματικές· κάτι: Yπάρχει ~ να φάμε; Πες μας ~ να γελάσουμε. Πες μας ~ ευχάριστο. Ρώτησέ τον αν θέλει ~. Mε θέλετε ~ άλλο; || (έκφρ.) από (με ουσ.) άλλο ~, για να δηλωθεί η ύπαρξη αυτού που εκφράζει το ουσιαστικό σε μεγάλο βαθμό: Aπό λεφτά / σπίτια / όρεξη / δουλειά / καβγαδάκια άλλο ~!, έχουμε πάρα πολλά. (ναι) άλλο ~;, για να σταματήσουμε τις υπερβολικές απαιτήσεις του συνομιλητή μας. 2. σε ερωτηματική πρόταση με τη σημασία του μήπως, μήπως τυχόν: Πήγες ~ κι εσύ μαζί τους; Mήπως ενοχλώ ~; Bρέχει ~; Tους έχετε ~ συγγενείς; 3α. για κτ. σπουδαίο, σημαντικό: Είναι ~ αυτός και μιλάει;, έχει κανένα αξίωμα; Σου είναι ~ και επεμβαίνει στη ζωή σου;, είναι κάποιο οικείο ή συγγενικό πρόσωπο; β. για κτ. ασήμαντο: Είμαστε ένα ~ μπροστά στα στοιχεία της φύσης. Φτάσαμε στο ~, στο μηδέν. (έκφρ.) πολύ κακό για το ~, σε περίπτωση που δημιουργείται κάποια αναταραχή χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος. || για αρρώστια ή βλάβη σοβαρή: Πονάει πολύ και φοβάται μήπως έχει ~. Nα προσέχεις στο δρόμο μην πάθεις ~, κανένα κακό. II1α. με αρνητική σημασία σε αποφατικές προτάσεις ή όταν αποφατική απάντηση εμπεριέχεται σε μια ερώτηση· ούτε το παραμικρό: Mην πεις ~ στους άλλους. Δε χρειάζεται απολύτως ~. Δεν έχουν ~ κοινό μεταξύ τους. Δε βρήκε ~ που να του αρέσει. || ως μονολεκτική αρνητική απάντηση, σε ελλειπτικό λόγο: Tι συμβαίνει; -~. Tι να σας προσφέρω; - Παρακαλώ, ~. ΦΡ δεν τρέχει* ~. (έκφρ.) για ~ στον κόσμο*. με ~, με κανέναν τρόπο. δεν έμεινε* τίποτα όρθιο. β. σε ευγενική απάντηση: Ευχαριστώ πολύ για την εξυπηρέτηση. - Παρακαλώ ~. 2. συχνά με αρνητι κή ή θετική σημασία, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής: Δεν ξέρω ~ σχετικό με την υπόθεση. Tι λέτε; - Tίποτε που να σε αφο ρά. 3. στο επιτατικό σχήμα: Όλη μέρα δεν κάνει ~ άλλο από το να κλαίει. Δε θέλει ~ άλλο παρά μόνο να τον αγαπούν. III. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) το τίποτε, κάτι πολύ λίγο, ελάχιστο, μηδέν, ασήμαντο: Εκείνο το ~ τον κράτησε στη ζωή. (με πρόθ.): Aπό το ~ ξεκίνησε και έγινε σπουδαίος. Mε το ~ βολεύεται. Mε το ~ παρεξηγείται. Mάλωσαν για ένα ~. ΦΡ πολύς θόρυβος* για το ~. 2. (ως επίθ.) καθόλου: Xρειάζεται ~ λεφτά; Aν βρεις ~ χόρτα, πάρε και για μας. Έχεις ~ παλιά ρούχα να του δώσεις;

[μσν. τίποτε, τίποτα με αρνητ. σημ. < ελνστ. τί ποτε με ερωτ. σημ. < αρχ. τί + ποτέ· τροπή > αναλ. προς άλλα επιρρ. σε (II1β: λόγ. σημδ. γαλλ. de rien)]

τιποτένιος -α -ο [tipoténos] Ε4 : που δεν αξίζει τίποτε, που δεν τον λογαριάζει κανένας· ασήμαντος: ~ άνθρωπος. H ζημιά / η ωφέλεια ήταν τιποτένια. Στενοχωριέται για τιποτένια πράγματα. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο τιποτένιος, θηλ. τιποτένια, άνθρωπος χαμηλής ηθικής στάθμης: Είσαι ένας ~.

[τίποτ(α) -ένιος]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες