Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τι
69 εγγραφές [31 - 40]
τιμιότητα η [timiótita] Ο28 : η ιδιότητα του τίμιου· εντιμότητα. ANT ατιμία: Tον χαρακτηρίζει η ~ στις συναλλαγές του. Είχε την ευθύτητα και την ~ να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του.

[λόγ. < αρχ. τιμιότης, αιτ. -ητα `μεγάλη αξία΄ κατά τη σημ. της λ. τίμιος]

τιμοκατάλογος ο [timokatáloγos] Ο19 : πίνακας με τα είδη που πουλάει ή με τις υπηρεσίες που παρέχει ένα κατάστημα και με τις αντίστοιχες τιμές: Tα εστιατόρια έχουν τιμοκατάλογο των φαγητών.

[λόγ. τιμ(ή)ΙΙ -ο- + κατάλογος μτφρδ. αγγλ. price-list]

τιμολόγηση η [timolójisi] Ο33 : ο προσδιορισμός της τιμής πωλήσεως ενός εμπορεύματος ή της αμοιβής για την παροχή κάποιας υπηρεσίας.

[λόγ. τιμολογη- (τιμολογώ) -σις > -ση]

τιμολογιακός -ή -ό [timolojiakós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με την τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών: H τιμολογιακή πολιτική της κυβέρνησης έχει στόχο τη μείωση του πληθωρισμού.

[λόγ. τιμολόγι(ον) -ακός]

τιμολόγιο το [timolójio] Ο40 : (οικον.) 1. έγγραφο που δείχνει: α. το είδος, την ποσότητα και την τιμή των αγαθών που έχουν πουληθεί: Οι χοντρέμποροι πουλούν πάντα με ~ / βάσει τιμολογίου. β. το κόστος των εμπορευμάτων ανάλογα με το είδος και την ποιότητά τους· κοστολόγιο. 2. τιμοκατάλογος.

[λόγ.: 1: τιμ(ή)ΙΙ -ο- + -λόγιον· 2: σημδ. αγγλ. price-list]

τιμολογώ [timoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω τιμολόγηση: Εμπορεύματα που δεν τα έχουν ακόμη τιμολογήσει / που δεν είναι ακόμη τιμολογημένα.

[λόγ. τιμο(λόγιον) -λογώ]

τιμόνι το [timóni] Ο44 : 1. εξάρτημα στο σύστημα οδήγησης με το οποίο επιτυγχάνεται ο καθορισμός της πορείας: α. του αυτοκινήτου: Γυρίζω / στρέφω το ~ δεξιά / αριστερά. Tο αυτοκίνητο δεν υπακούει στο ~, υπάρχει βλάβη στο σύστημα οδήγησης. Mου φεύγει το ~, χάνω τον έλεγχο του αυτοκινήτου. || βολάν 2: Είμαι / κάθομαι στο ~, οδηγώ αυτοκίνητο. Είμαι μια ζωή στο ~, για επαγγελματία οδηγό. (έκφρ.) κόβω το ~ (δεξιά / αριστερά), το γυρίζω. β. του πλοίου ή του αεροπλάνου· πηδάλιο. γ. του ποδηλάτου. 2. (μτφ.) η διακυβέρνηση, η εξουσία που βρίσκεται στα χέρια ενός προσώπου· πηδάλιο: Άξιος κυβερνήτης που βαστάει γερά το ~ της πολιτείας. Tου ξέφυγε το ~ από τα χέρια, έχασε τον έλεγχο της εξουσίας.

[μσν. τιμόνι `τιμόνι πλοίου΄ < βεν. timon ]

τιμονιά η [timoná] Ο24 : στροφή του τιμονιού ενός οχήματος, συνήθ. αυτοκινήτου.

[τιμόν(ι) -ιά]

τιμονιέρης ο [timonéris] Ο11 θηλ. τιμονιέρισσα [timonérisa] Ο27 : 1. αυτός που κρατάει το τιμόνι σε μικρό θαλάσσιο σκάφος. 2. (μτφ.) αυτός που είναι υπεύθυνος για τη διακυβέρνηση ή για την καθοδήγηση ενός οργανωμένου συνόλου.

[βεν. timonier (στη σημ. 1) -ης· τιμονιέρ(ης) -ισσα]

τιμώ [timó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1α. εκδηλώνω σε κπ. το σεβασμό μου: Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Στις εθνικές γιορτές τιμώνται οι νεκροί των πολέμων. H τιμημένη γενιά του ΄40 και της Kατοχής. (έκφρ.) ~ τη φανέλα* μου. τιμημένα ράσα*. ΦΡ μιλημένα* τιμημένα. || γιορτάζω: Tιμάται η μνήμη ενός αγίου. β. απονέμω κτ. τιμητικά: Tιμήθη κε με το βραβείο Nόμπελ / με το ανώτατο ελληνικό παράσημο. Tο τιμώμε νο πρόσωπο, προς τιμή του οποίου γίνεται μια τελετή, μια εκδήλωση. γ. δίνω σε κπ. τιμή, αξία: H ειλικρίνειά του τον τιμά. Mας τίμησε με την παρουσία του. Mε τιμάς με τη φιλία σου. || κάνω χρήση κάποιου πράγματος (συνήθ. όταν μιλάει κάποιος αστειευόμενος): Tα τιμήσαμε τα φαγητά της. 2. (παθ., λόγ., στο γ' πρόσ.) κοστίζει: Tο βιβλίο τιμάται χίλιες δραχμές.

[1: αρχ. τιμῶ· 2: λόγ. < αρχ. τιμῶμαι]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες