Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τιμαλφή
1 item total
τιμαλφή τα [timalfí] Ο (βλ. Ε10) : κοσμήματα και γενικά πολύτιμα μικροαντικείμενα: Παραδίδω τα χρήματα και τα ~ για φύλαξη.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. τιμαλφής `πολύτιμος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go