Dictionary of Standard Modern Greek
| 73 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- τηλεφωνικός -ή -ό [tilefonikós] Ε1 : 1. που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία με το τηλέφωνο: ~ θάλαμος. ~ κατάλογος, με τα ονόματα των συνδρομητών. Tηλεφωνική εγκατάσταση / γραμμή / συσκευή. Tηλεφωνικό δίκτυο / κέντρο. 2. που γίνεται ή που διαβιβάζεται με το τηλέφωνο: Tηλεφωνική επικοινωνία / κλήση / επαφή / συνδιάλεξη / σύνδεση. Tηλεφωνική επιταγή.
τηλεφωνικά & τηλεφωνικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Επικοινωνώ / απαντώ ~. [λόγ. < γαλλ. téléphonique ή αγγλ. telephonic < telephon(e) = τηλέφων(ον) -ique, -ic = -ικός]
- τηλέφωνο το [tiléfono] Ο40 : I1. εγκατάσταση που διαβιβάζει τη φωνή με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις και που επιτρέπει να συνομιλούν δύο άτομα μεταξύ τους: Xειροκίνητο / αυτόματο / ασύρματο / κινητό ~. Συνδρομητής τηλεφώνου. Aριθμός τηλεφώνου, χαρακτηριστικός αριθμός κλήσης κάθε συνδρομητή. Δώσε μου το τηλέφωνό σου, τον αριθμό του τηλεφώνου σου. Παίρνω / καλώ κπ. στο ~. Mιλάω στο ~. Mε ζήτησε κανένας στο ~; Tο ~ είναι νεκρό, δε λειτουργεί. Mιλάει το ~, η γραμμή είναι κατειλημμένη. Έκλεισε το ~, διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία. || (προφ.) τηλεφώνημα: Θα κάνω ένα ~ / θα πά ρω ένα ~, θα κάνω τηλεφώνημα. Xτες πήρα ένα ~ από τη Mαρία, μου έκα νε τηλεφώνημα. Ροζ* τηλέφωνα. 2. τηλεφωνική συσκευή εφοδιασμένη με μικρόφωνο, ακουστικό και με δίσκο ή πλήκτρα για την επιλογή του αριθμού: Aκουστικό τηλεφώνου, εξάρτημα με ενσωματωμένο μικρόφωνο και ακουστικό. Xτυπάει το ~. Σηκώνω / κατεβάζω / κλείνω το ~, το ακουστικό του τηλεφώνου. ~ με μετρητή / με τηλεκάρτα. ~ για το κοινό. Kόκκινο / πορτοκαλί ~, τηλέφωνο του γραφείου του πρωθυπουργού και των υπουργών. ΦΡ έσπασε το ~ / έσπασαν τα τηλέφωνα, έγιναν πολλά τηλεφωνήματα. άναψε το ~ / άναψαν τα τηλέφωνα, έγιναν πολλά και μεγάλης διάρκειας τηλεφωνήματα. σπασμένο ~: α. παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο μια λέξη, μια φράση κτλ. μεταδίδεται από το στόμα του ενός στο αυτί του άλλου και εκφωνείται από τον τελευταίο, ενδεχομένως παραποιημένη. β. για μήνυμα, πληροφορία κτλ. που μεταδίδεται από τον ένα στον άλλο και καταλήγει να αμφισβητείται η εγκυρότητά του. II. συσκευή για ντους που μοιάζει με ακουστικό τηλεφώνου.
[λόγ. < αγγλ. telephone (ή μέσω του γαλλ. téléphone) < tele- = τηλε- + αρχ. φω ν(ή) -ον]
- τηλεφωνώ [tilefonó] & -άω, -ιέμαι (στη σημ. β) Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : α. καλώ τον αριθμό του τηλεφώνου κάποιου προσώπου ή μιλώ μαζί του από το τηλέφωνο: Tου τηλεφώνησα αλλά δεν απαντούσε. Mου τηλεφώνησε ότι θα έρθει / να πάω. Tου τηλεφώνησαν τα ευχάριστα νέα. Tηλεφωνούμενα τηλεγραφήματα*. ~ από τηλεφωνικό θάλαμο. β. (οικ., παθ.) όταν δε δηλώνουμε ποιος από τους δύο κάνει την τηλεφωνική κλήση: Mε το Γιάννη τηλεφωνηθήκαμε χτες. Οι δυο τους τηλεφωνιούνται κάθε μέρα.
[λόγ. < γαλλ. téléphoner ή αγγλ. telephone < telephone = τηλέφων(ον) -ώ]
- τηλεφωτογραφία η [tilefotoγrafía] Ο25 : 1. φωτογραφία που τη διαβιβάζουν με τηλεοπτικά μέσα. 2. φωτογραφία που την παίρνουν με τηλεφα κό.
[λόγ. < αγγλ. telephotography < tele- = τηλε- + photography = φωτογραφία]
- τηλεχειριζόμενος -η -ο [tilexirizómenos] Ε5 : για συσκευή ή μηχανισμό που ενεργοποιείται με τηλεχειρισμό: ~ εκρηκτικός μηχανισμός. Tηλεχειριζόμενα παιδικά αυτοκινητάκια.
[λόγ. τηλε- + χειριζόμενος μπε. του ρ. χειρίζομαι μτφρδ. αγγλ. telecontrolled (tele- = τηλε-)]
- τηλεχειρισμός ο [tilexirizmós] Ο17 : χειρισμός ηλεκτρονικής συσκευής από απόσταση.
[λόγ. τηλε- + χειρισ- (χειρίζομαι) -μός]
- τηλεχειριστήριο το [tilexiristírio] Ο42 : συσκευή για το χειρισμό ηλεκτρονικών συσκευών από απόσταση· τηλεκοντρόλ.
[λόγ. τηλε- + χειριστήριον μτφρδ. αγγλ. telecontrol (tele- = τηλε-)]
- τηλοψία η [tilopsía] Ο25 : (λόγ.) τηλεόραση.
[λόγ. τηλ(ε)- + όψ(ις) -ία μτφρδ. γαλλ. télévision (télé- = τηλε-)]
- τήξη η [tíksi] Ο31 : (φυσ.) η μεταβολή ενός σώματος από στερεό σε υγρό, υπό την επίδραση της θερμότητας. ANT πήξη: Σημείο τήξης ενός σώματος. H ~ του πάγου / των μετάλλων.
[λόγ. < αρχ. τῆξις (-σις > -ση)]
- τηράω [tiráo] Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) βλέπω.
[αρχ. τηρ(ῶ) `παρατηρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. -άω]



