Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεχνική
2 εγγραφές [1 - 2]
τεχνική η [texnikí] Ο29 : το σύνολο των επιστημονικών ή εμπειρικών μεθόδων με τις οποίες ο άνθρωπος εκτελεί ένα έργο ή πετυχαίνει ένα ορισμέ νο αποτέλεσμα: H ~ της κατασκευής γεφυρών / υψηλών κτιρίων. H ~ της υφαντουργίας. H ~ των πωλήσεων. Εφαρμόζονται νέες τεχνικές για την αποδοτική καλλιέργεια της γης. Xάρη στην ~ ο άνθρωπος προσάρμοσε το περιβάλλον στα σχέδιά του. || ο ιδιαίτερος τρόπος δουλειάς ενός καλλιτέχνη: H ~ του Γκρέκο.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. τεχνικός]

τεχνικός -ή -ό [texnikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την τεχνική, με την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων: ~ πολιτισμός, τεχνολογικός. H τεχνική εκτέλεση ενός σχεδίου. Tο έργο παρουσιάζει τεχνικές δυσκολίες. Tεχνική βοήθεια / πρόοδος / ανάπτυξη, τεχνολογική. ~ σύμβουλος. Tεχνική ορολογία. Tεχνικό γραφείο, που αναλαμβάνει τεχνικές μελέτες. || που δίνει τις γνώσεις που είναι απαραίτητες στα τεχνικά επαγγέλματα: Tεχνική εκπαίδευση. Tεχνική σχολή. Tεχνικό λύκειο. || (στρατ.) Tεχνικό σώμα, που ασχολείται με τη συντήρηση του τεχνικού υλικού του στρατού. 2. που έχει γίνει με δεξιοτεχνία: Ο τρόπος που διαπραγματεύτηκε την υπόθεση ήταν πολύ ~. 3. (ως ουσ.) ο τεχνικός: α. επιστήμονας που εφαρμόζει τις αρχές των καθαρά θεωρητικών επιστημών: Tα πολυτεχνεία εκπαιδεύουν τους αυριανούς τεχνικούς. β. ειδικευμένος τεχνίτης: ~ της ΔΕH / του ΟTΕ κτλ. τεχνικά ΕΠIΡΡ: ~ το έργο είναι δύσκολο, από άποψη τεχνικής. Ο αθλητής πήδηξε / έτρεξε πολύ ~, με πολλή δεξιοτεχνία.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. τεχνικός `ικανός, καλλιτεχνικός΄ σημδ. γαλλ. techni que (< αρχ. τεχνικός), technologique· 3: σημδ. γαλλ. technicien]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες