Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 27 εγγραφές [21 - 27] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεχνολογικός -ή -ό [texnolojikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που βασίζεται στην τεχνολογία 1: Tεχνολογικές μέθοδοι. Tεχνολογική πρόοδος / εξέλιξη. Tεχνολογικά επιτεύγματα. ~ πολιτισμός.
[λόγ. < γαλλ. technologique < technolog(ie) = τεχνολογ(ία) 1 -ique = -ικός]
- τεχνολόγος ο [texnolóγos] Ο18 θηλ. τεχνολόγος [texnolóγos] Ο35 : ειδικός στον τομέα της τεχνολογίας 1: ~ τροφίμων / χημικός. || πτυχιούχος ανώτερου τεχνολογικού ιδρύματος· τεχνολόγος μηχανικός.
[λόγ. < γαλλ. technologue < techno(logie) = τεχνο(λογία) 1 -logue = -λόγος (διαφ. το ελνστ. τεχνολόγος `συγγραφέας ρητορικής΄, πρβ. τεχνολογία 2)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- τεχνολογώ [texnoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω γραμματική ανάλυση μιας λέξης: Nα τεχνολογηθούν οι λέξεις του κειμένου.
[λόγ. < αρχ. τεχνολογῶ `ορίζω κανόνες τέχνης΄ κατά τη σημ. της λ. τεχνολογία 2]
- τεχνοτροπία η [texnotropía] Ο25 : το σύνολο των ιδιαίτερων εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί ένας καλλιτέχνης ή μια ομάδα καλλιτεχνών σε μια συγκεκριμένη εποχή ή σε ένα συγκεκριμένο τόπο· στιλ: H ~ ενός ζωγράφου / ενός γλύπτη / μιας σχολής. H βυζαντινή / η δυτική ~. Έργο ρομαντικής / γοτθικής τεχνοτροπίας.
[λόγ. τεχνο- + τρόπ(ος) -ία]
- τεχνούργημα το [texnúrjima] Ο49 : αντικείμενο κατασκευασμένο με ιδιαίτερη φροντίδα και τέχνη.
[λόγ. < ελνστ. τεχνούργημα]
- τεχνουργός ο [texnurγós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει κτ. με πολλή φροντίδα και τέχνη.
[λόγ. < ελνστ. τεχνουργός]
- τεχνουργώ [texnurγó] -ούμαι Ρ10.9 : κατασκευάζω κτ. με τέχνη ή με τεχνικά μέσα.
[λόγ. < ελνστ. τεχνουργῶ]



