Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεκίλα
1 εγγραφή
τεκίλα η [tekíla] Ο25 : είδος μεξικάνικου οινοπνευματώδους ποτού.

[λόγ. < αγγλ. tequila < ισπαν. tequila]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες