Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταραχώδης -ης -ες [taraxóδis] Ε11 : (λόγ.) για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολλά και συγκλονιστικά γεγονότα: Έζησε έναν ταραχώδη βίο.
[λόγ. < αρχ. ταραχώδης]



