Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταραχοποιός -ός / -ά -ό [taraxopiós] Ε13 : που προκαλεί ταραχές: Tαραχοποιά στοιχεία μετέτρεψαν το χώρο της ειρηνικής εκδήλωσης σε τόπο αιματηρών συγκρούσεων. || (ως ουσ.) ο ταραχοποιός, ταραξίας.
[λόγ. < μσν. ταραχοποιός < ταραχ(ή) -ο- + -ποιός]



