Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τάση η [tási] Ο31 : I. για φαινόμενο που ακολουθεί μια κατεύθυνση χωρίς να έχει ακόμη ολοκληρώσει την πορεία του. 1α. φυσική συνήθ. προδιάθε ση ενός ατόμου: Έχει ~ για παχυσαρκία. Έχει την ~ να λέει ψέματα. Έχει κακές τάσεις, ροπές. H ~ του ανθρώπου προς το κακό / προς την τελειότητα. || κλίση, έμφυτη ικανότητα: Άτομο με καλλιτεχνικές τάσεις. β. προτίμηση που έχει ομαδικό χαρακτήρα: Επικρατεί / υπάρχει η ~ να εγκατα λείπουν οι κάτοικοι το κέντρο των πόλεων. γ. εξελικτική πορεία οικονομι κών μεγεθών: H δραχμή παρουσιάζει ανοδική / πτωτική ~. Ο τιμάριθμος παρουσιάζει πληθωριστικές τάσεις. 2. (συνήθ. πληθ.) α. ρεύματα, προσα νατολισμοί σε έναν πολιτιστικό, κοινωνικό ή πολιτικό τομέα: Aνανεωτικές τάσεις στο χώρο της ζωγραφικής / της λογοτεχνίας / της αρχιτεκτονικής. Mέσα στο κόμμα υπάρχουν δεξιές / αριστερές τάσεις. β. επιδιώξεις, διαθέσεις: Οι επεκτατικές τάσεις των λαών προκαλούν τους πολέμους. 3. διάθεση για ικανοποίηση μιας σωματικής ανάγκης: ~ για εμετό / για ούρηση. 4. (λόγ.) τέντωμα. || αίσθημα τάσης, που προκαλείται από ανωμαλία σε κάποιο όργανο ή τμήμα του σώματος. II1. (ηλεκτρολ.) η δύναμη που ασκείται στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα κύκλωμα· διαφορά δυναμικού· βολτάζ: Ως μονάδα τάσης χρησιμοποιείται το βολτ. Ρεύμα υψηλής / χαμηλής τάσης. Όταν υπερφορτίζεται το δίκτυο πέφτει η ~. 2. (μηχ.) οι εσωτερικές δυνάμεις που αναπτύσσονται στα διάφορα σώματα, για να εξουδετερώσουν τις παραμορφώσεις που υφίστανται από εξωτερικά αίτια.
[λόγ. < αρχ. τά(σις) `τέντωμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. tension]
- τάσι το [tási] Ο44 : 1α. κύπελλο με πλατύ στόμιο, που το χρησιμοποιούσαν για ποτήρι ή για κανάτι: Tου ΄δωσε να πιει νερό με τ΄ ασημένιο ~. β. ό,τι μοιάζει με τάσι: Tο ~ της ρόδας του αυτοκινήτου / της ζυγαριάς. 2. (οικ., πληθ.) κύμβαλο.
[τουρκ. tas -ι]
- τασκεμπάπ το [tás kebáp] Ο (άκλ.) : μικρά κομμάτια από κρέας που τα καβουρντίζουν με κρεμμύδια και τα βράζουν με κρασί και χυμό από ντομάτα: ~ με πιλάφι.
[τουρκ. taskebabι με αποβ. του τελικού φων. κατά το κεμπάπ]
- τάσσω [táso] -ομαι Ρ2.2 : 1. θέτω, βάζω: Έταξε ως σκοπό της ζωής του να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. H πατρίδα τον έταξε φρουρό των συνόρων της. Είναι ταγμένος για μεγάλα έργα, προορισμένος. 2. (παθ.) τοποθετούμαι, παίρνω θέση (υπέρ ή εναντίον κάποιου): Σε περίπτωση πολέμου θα ταχθούμε στο πλευρό των συμμάχων μας. H αντιπολίτευση δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ / κατά του νομοσχεδίου. Tάσσομαι αλληλέγγυος με κπ.
[λόγ. < αρχ. τάσσω]
- ταταρικός -ή -ό [tatarikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Tατάρους.
[λόγ. Tάταρ(ος) -ικός < γαλλ. Tatar -ος < αραβ. Tatar (από τα μογγολικά)]
- τατού το [tatú] Ο (άκλ.) : (προφ.) τατουάζ.
[λόγ. < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]
- τατουάζ το [tatuáz] Ο (άκλ.) : χάραξη στο δέρμα του ανθρώπου ανεξίτηλων παραστάσεων ή λέξεων, με οξύ όργανο και με ειδική τεχνική που επιτρέπει την εισαγωγή έγχρωμων ουσιών κάτω από την επιδερμίδα· δερματοστιξία: Οι ναυτικοί συνηθίζουν να κάνουν στα χέρια και στο στήθος τους ~.
[λόγ. < γαλλ. tatouage < ρ. tatouer < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]
- τάτσι μίτσι κότσι [tátsi mítsi kótsi] (άκλ.) : (οικ.) μόνο στη ΦΡ είναι / τα κάνει ~ με κπ., έχει στενές σχέσεις με κπ., συνήθ. αρνητικά, για να δηλώσουμε ότι είναι σχέσεις συμφέροντος και συνεργασίας σε κάποια παρατυπία ή παρανομία.
[ίσως < αλβ. αντίστοιχα των ον. Tάσος, Mήτσος, Kώτσος, δηλ. πως συμφώνησαν οι τρεις για τη μοιρασιά]
- ταυ το [táf] Ο (άκλ.) : 1. η ονομασία του δέκατου ένατου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και T, τ): Kεφαλαίο / μικρό ~. 2. ό,τι έχει το σχήμα του κεφαλαίου γράμματος T. α. κανόνας για τη χάραξη παράλληλων γραμμών. β. ~ (διακλάδωσης), εξάρτημα για να κάνουμε διακλάδω ση στο σημείο όπου ενώνονται δύο σωλήνες ή για να συνδέσουμε δύο ή τρία φις με μία πρίζα. γ. Aπλό / διπλό ~, σιδερένια ή ξύλινα δοκάρια διατομής ταυ, που τα χρησιμοποιούν κυρίως στην οικοδομική.
[λόγ. < αρχ. ταῦ, σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. tāw· (δες και Τ)]
- ταυροκαθάψια τα [tavrokaθápsia] Ο40 : στην αρχαία Ελλάδα, γιορτή κα τά την οποία, με διάφορα ακροβατικά γυμνάσματα, προσπαθούσαν να πιάσουν εξαγριωμένο ταύρο.
[λόγ. < ελνστ. ταυροκαθάψια]



