Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τά
287 εγγραφές [191 - 200]
τάρανδος ο [táranδos] Ο19 : μεγαλόσωμο τετράποδο των βόρειων χωρών που συγγενεύει με το ελάφι: Στη Λαπωνία τα έλκηθρα τα σέρνουν τάρανδοι.

[λόγ. < αρχ. τάρανδος]

ταραντέλα η [tarandéla] Ο25 : ζωηρός και εύθυμος λαϊκός χορός της νότιας Iταλίας.

[ιταλ. tarantella]

ταραντούλα η [tarandúla] Ο25 : είδος μεγάλης δηλητηριώδους αράχνης.

[λόγ. < νλατ. tarantula (< παλ. ιταλ. tarantola < τοπων. Taras = Τάρας)]

ταραξίας ο [taraksías] Ο3 : αυτός που δημιουργεί φασαρίες· ταραχοποιός: Nεαροί ταραξίες δημιούργησαν επεισόδια στο γήπεδο. Ο Γιάννης είναι ο ~ της τάξης του, ο πιο άτακτος.

[λόγ. < ελνστ. ταραξίας]

ταράσσω [taráso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) ταράζω.

[λόγ. < αρχ. ταράσσω]

ταρατατζούμ [taratadzúm] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του τυμπάνου. || (μτφ., ειρ.) για να δηλώσουμε συνθήκες κραυγαλέας επίδειξης ή φανφαρονισμού.

[ηχομιμ.]

ταρατόρι το [taratóri] Ο44 : (σπάν.) τζατζίκι.

[τουρκ. tarator ]

ταράτσα η [tarátsa] Ο25 : επίπεδη στέγη οικοδομήματος, συνήθ. από μπετόν, με επίστρωση από πλάκες ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που περιβάλλεται από προστατευτικό τοίχο ή κιγκλίδωμα: Aνέβηκε στην ~ για να απλώσει τα ρούχα. Στην ~ του ξενοδοχείου λειτουργεί εστιατόριο, στο δώμα. Yλικά κατάλληλα για τη στεγανοποίηση των ταρατσών. || βεράντα. ΦΡ (οικ.) την έκανα ~, έφαγα πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ την ταράτσω σα. ταρατσούλα η YΠΟKΟΡ. ταρατσάκι το YΠΟKΟΡ.

[βεν. terazza με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · ταράτσ(α) -ούλα]

ταράτσωμα το [tarátsoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταρατσώνω.

[ταρατσώ(νω) -μα]

ταρατσώνω [taratsóno] Ρ1α : (οικ.) συμπιέζω το χώμα για να γίνει το έδαφος ομαλό και σκληρό. ΦΡ την ταράτσωσα, έφαγα πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ την έκανα ταράτσα.

[ταράτσ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες