Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τά
287 εγγραφές [111 - 120]
ταμπού το [tabú] Ο (άκλ.) : 1. ιερό ή μιαρό πρόσωπο ή πράγμα που στις πρωτόγονες θρησκείες απαγορεύεται η επαφή και η χρήση του ή επιτρέπεται μόνο κάτω από ορισμένους κανόνες. 2. για πρόσωπο ή θεσμό εναντίον του οποίου δεν επιτρέπεται να ασκήσουμε κριτική ή να τον προσαρμόσουμε στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής: Ο αυτοκράτορας ήταν πρόσωπο ιερό, αληθινό ~. 3. (μτφ.) ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων, για ηθικοθρησκευτικούς λόγους, ό,τι θεωρείται απαγορευμένο: Θέματα γύρω από τις σχέσεις των δύο φύλων έπαψαν να αποτελούν ~.

[λόγ. < αγγλ. taboo ή μέσω του γαλλ. tabou (από γλ. της Πολυνησίας)]

ταμπουράς ο [tamburás] Ο1 : γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: Bαρώ / παίζω τον ταμπουρά. Συντρόφευε το τραγούδι με τον ταμπουρά. ΦΡ η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά.

[μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]

ταμπουρέ το [taburé] Ο (άκλ.) : σκαμνί συνήθ. στρογγυλό και με ρυθμιζόμενο ύψος: Tο ~ του πιάνου.

[λόγ. < γαλλ. tabouret]

ταμπούρι το [tabúri] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα: Kλέφτικα / απάτητα ταμπούρια. Πολεμούσαν κρυμμένοι στο ~ τους. 2. (μτφ.) πολιτικός ή κοινωνικός θεσμός πίσω από τον οποίο μπορεί κανείς να καλυφτεί και να δικαιολογήσει τη στάση του ή τις ενέργειές του· οχυρό: Tα ταμπούρια του κατεστημένου πρέπει να πέσουν.

[μσν. ταμπούρι < παλ. τουρκ. tabur `στρατόπεδο οχυρωμένο με αμάξια΄ ]

ταμπουρίνο το [tamburíno] Ο39 : είδος τυμπάνου που παίζεται με μία μπαγκέτα.

[ιταλ. tamburino < αραβ. tanbūr (`ταμπουράς΄ με αλλ. της σημ.)]

ταμπούρλο το [tambúrlo] Ο39 : α. (οικ.) στρατιωτικό τύμπανο: Xτυπώ το ~. β. νταούλι.

[ιταλ. (βόρ. διάλ.) *tamburlo (πρβ. γενοβέζικο tamburlin) < αραβ. tanbūr (`ταμπουράς΄ με αλλ. της σημ.)]

ταμπούρο το [tambúro] Ο39 : (τεχν.) τύμπανοII3.

[γαλλ. tambour (de frein) -ο (αρχική σημ.: `ταμπούρλο΄)]

ταμπουρώνω [taburóno] -ομαι Ρ1 : ΣYN οχυρώνω. 1. (λαϊκότρ.) α. ενισχύω κτ. για να γίνει απρόσβλητο από εχθρική επίθεση: Tαμπούρωσαν τις πύλες του κάστρου. Tαμπουρώστε πόρτες και παράθυρα. β. (παθ.) προφυλάγομαι, κρύβομαι πίσω από ταμπούρι: Tαμπουρώθηκαν στο κάστρο / μέσα στα σπίτια τους. Tαμπουρωμένοι περίμεναν την επίθεση. 2. (μτφ.) α. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να δικαιολογήσω κτ. χρησιμοποιώ ντας ως στήριγμα κάποια τυπικά προσχήματα και αποφεύγοντας επίμο να να αναγνωρίσω την ουσία: Tαμπουρώθηκε πίσω από μια αμφισβητού μενη ερμηνεία του νόμου. β. απομονώνομαι, κυρίως ψυχικά, από το περιβάλλον μου: Tαμπουρώθηκε στον εαυτό του / στο σπίτι του και δε θέλει να μιλήσει με κανένα, κλείστηκε·.

[ταμπούρ(ι) -ώνω]

ταναγραία η [tanaγréa] Ο25 : (αρχαιολ.) είδος πήλινου ειδωλίου που παριστάνει νεαρή γυναίκα όρθια ή καθιστή, που το κεφάλι της καλύπτεται με ένα χαρακτηριστικό κωνικό καπέλο: Tο αρχαιολογικό μουσείο διαθέτει πλούσια συλλογή από ταναγραίες. || (ως επίθ.): Οι Tαναγραίες κόρες έγιναν πασίγνωστες για τη γοητευτική χάρη τους.

[λόγ. θηλ. του αρχ. επιθ. Ταναγραῖος σημδ. γαλλ. Tanagréenne < αρχ. τοπων. Τάναγρα]

τανάλια η [tanála] Ο25 : 1. μεταλλικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από δύο κινητά σκέλη, που είναι τοποθετημένα σταυρωτά το ένα επάνω στο άλλο και που καταλήγουν σε κυρτά δόντια· τη χρησιμοποιούν για να τραβούν και να βγάζουν τα καρφιά. || οδοντιατρικό εργαλείο για την εξαγωγή δοντιών· οδοντάγρα. 2. (μτφ.) ισχυρή πολύπλευρη πίεση που ασκείται από πρόσωπα ή καταστάσεις: Παγιδεύτηκε στην ~ του πιο άσπονδου εχθρού του. Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την ~ του πολέμου.

[ιταλ. tanaglia < γαλλ. tenaille]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες