Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σ
3.928 εγγραφές [3891 - 3900]
σώος -α -ο [sóos] Ε4 : α.για πρόσωπο που πέρασε κπ. κίνδυνο, κάποια δοκιμασία χωρίς να πάθει κτ. κακό: Οι ναυαγοί βρέθηκαν σώοι. β. για κτ. που έχει μείνει ανέπαφο, ακέραιο: Ελάχιστα μεσαιωνικά κτίσματα διατηρούνται σώα. || επιτατικά στην έκφραση ~ και αβλαβής*. (λόγ. έκφρ.) (δεν) έχω σώας τας φρένας*.

[λόγ. < αρχ. σῷος]

σωπαίνω [sopéno] Ρ αόρ. σώπασα, απαρέμφ. σωπάσει : 1.σταματώ να μιλώ ή να βγάζω οποιονδήποτε ήχο από το στόμα μου, π.χ. κλάμα, βογκητό, γέλιο κτλ.: Mόλις μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη σώπασαν όλα τα παιδιά. Σωπάστε για ν΄ ακούσουμε. Σώπα, μην κλαις. Προσπαθώ τόσην ώρα να τον κάνω να σωπάσει. || (προφ.) σώπα!: α. (ειρ.) [sóopa], για να δηλώσουμε μεγάλη δυσπιστία: Σώπα, τι μας λες! β. για να καθησυχάσουμε κπ. και να τον διαβεβαιώσουμε ότι θα βρεθεί κάποια λύση σε μια δύσκολη κατάσταση: Σώπα, μη στενοχωριέσαι, θα σε βοηθήσω εγώ. (επιφ. έκφρ.) σώπα / σωπάτε και…, ύστερα από πολλές προσπάθειες ή πολύ χρόνο πετύχαμε κτ.: Σώπα και τα καταφέραμε! Σώπα και την πήραμε την αύξηση! 2. σιωπώ2: Όταν ξέρεις την αλήθεια, δεν πρέπει να σωπαίνεις.

[μσν. σωπαίνω < αρχ. σιωπ(ῶ) μεταπλ. -αίνω και αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]

σωρεία η [soría] Ο25 : συνήθ. σε λόγια σύνταξη και κυρίως με αφηρημένα ουσιαστικά δηλώνει το μεγάλο αριθμό, το μεγάλο πλήθος: ~ σφαλμάτων / παραβιάσεων / επιχειρημάτων.

[λόγ. < ελνστ. σωρεία]

σωρείτης 1 ο [sorítis] Ο10 : (λογ.) σύνθετος συλλογισμός που αποτελείται από πολλούς αλληλένδετους απλούς συλλογισμούς. || ~ ερωτήσεων, πλήθος από ερωτήσεις.

[λόγ. < ελνστ. σωρείτης `ψευδής συλλογισμός΄, ίσως και: `σύνθετος συλλογισμός΄, ή κατά τη σημ. του γαλλ. sorite < ελνστ. σωρείτης]

σωρείτης 2 ο : (μετεωρ.) μεγάλο πυκνό νέφος, λευκό κυρίως στα άκρα, με επίπεδη βάση και με κορυφή που σχηματίζει στρογγυλές προεξοχές.

[λόγ. < σωρείτης 1 σημδ. νλατ. cumulus]

σώρευση η [sórefsi] Ο33 : συσσώρευση.

[λόγ. < αρχ. σώρευ(σις) -ση]

σωρευτικός -ή -ό [soreftikós] Ε1 : συσσωρευτικός. σωρευτικά ΕΠIΡΡ: Tα φάρμακα δρουν ~ στον οργανισμό.

[λόγ. σωρεύ(ω) -τικός μτφρδ. αγγλ. cumulative (διαφ. το ελνστ. ή μσν. σωρευτικός `άπληστος΄)]

σωρεύω [sorévo] -ομαι Ρ5.1 : συσσωρεύω.

[λόγ. < αρχ. σωρεύω]

σωρηδόν [soriδón] επίρρ. : 1.σε σωρούς: Tα βιβλία είναι ριγμένα ~ στο πάτωμα. 2. σε μεγάλο αριθμό: Tα τηλεγραφήματα φθάνουν ~.

[λόγ. < ελνστ. σωρηδόν]

σωριάζω [sorjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κτ. ή το ρίχνω με τέτοιον τρό πο, ώστε να σχηματίσει σωρό: Σώριασε τα ξύλα στο υπόγειο. Tα βιβλία είναι σωριασμένα στο πάτωμα. 2. (παθ.) καταρρέω. α. (για πρόσ.) πέφτω κάτω, σαν άψυχο σώμα, από μεγάλη σωματική εξάντληση ή από μεγάλο ψυχικό πόνο: Έχασε τις αισθήσεις του και σωριάστηκε στο πάτωμα. Σωριάστηκε στην πολυθρόνα και άρχισε να κλαίει. β. για κτ. που γκρεμίζεται και μετατρέπεται σε άμορφο σωρό: Tο σπίτι σωριάστηκε σε ερείπια.

[σωρ(ός) -ιάζω]

< Προηγούμενο   1... 388 389 [390] 391 392 393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες