Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [3791 - 3800] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχεδόν [sxeδón] επίρρ. ποσ. : περίπου, πάνω κάτω. 1. με απόλυτο αριθμητικό δηλώνει κατά προσέγγιση υπολογισμό τοπικό, χρονικό ή ποσοτικό· πάνω κάτω. ANT ακριβώς: Aπέχει ~ πέντε χιλιόμετρα. Πέρασαν ~ δέκα χρόνια από τότε που έφυγε. Ξόδεψαν ~ δύο μισθούς. Είναι ~ πενή ντα χρονών. 2. μετριάζει, περιορίζει το εύρος της προσδιοριζόμενης λέξης, σχηματίζοντας έναν επιεικέστερο και λιγότερο απόλυτο προσδιορισμό: Όλοι ~ οι μαθητές έλαβαν μέρος. Tους διαθέτει ~ όλο τον ελεύθερο χρό νο του. Είναι έτοιμο ή, για να μην υπερβάλουμε, ~ έτοιμο. || Σώθηκε ~ από θαύμα. ~ βλάκας. Είναι ~ βέβαιο / σίγουρο / αυτονόητο. ANT τελείως. ~ κάθε χρόνο / κάθε μέρα / κάθε ώρα. ~ πάντα. ~ τζάμπα. ~ κανείς. ~ καθόλου. ~ πουθενά. ~ τίποτα. ~ καλώς, σε βαθμολογία. 3. στη θέ ση μονολεκτικής καταφατικής απάντησης: Έχεις τελειώσει το διάβασμα; -~, ακόμη λίγο και το τελειώνω. Είναι κρύο το νερό; -~, ναι, είναι μάλλον κρύο.
[λόγ. < αρχ. σχεδόν]
- σχέση η [sxési] Ο31 : 1α.η ύπαρξη κοινών στοιχείων που συνδέουν λογικά δύο καταστάσεις, φαινόμενα ή πράγματα: Yπάρχει στενή ~ ανάμεσα στην αμοιβή και στην παραγωγικότητα. H ~ προσφοράς και ζήτησης. || (έκφρ.) σε ~ / (λόγ.) εν σχέσει με / προς, σε σύγκριση, σε αναφορά: H φετινή γεωργική παραγωγή ήταν καλύτερη σε ~ με την περσινή. δεν έχει ~ / και τι ~ έχει;, για να δηλώσουμε την έλλειψη κάποιας αλληλεξάρτησης: Kαι τι ~ έχει αν δεν έρθω εγώ, εσύ θα πας. ΦΡ τι ~ έχει ο φάντης* με το ρετσινόλαδο; β. (λογ.) η ιδιότητα δύο ή περισσότερων αντικειμένων της σκέψης, τα οποία μπορούν να περιληφθούν σε μια μοναδική διανοητική πράξη: ~ ταυτότητας / ετερότητας / εναντίωσης / επαλληλίας / υπόταξης / συναλληλίας. H ~ αιτίας και αποτελέσματος. γ1. (μαθημ.) η συνθήκη που συνδέει τις τιμές δύο ή περισσότερων μεγεθών: ~ ένα προς δύο (1:2). γ2. (φυσ.) λόγος, αναλογία: ~ συμπίεσης. 2. (συνήθ. πληθ.) η ύπαρξη επαφής, επικοινωνίας, αμοιβαίας εξάρτησης: α. μεταξύ προσώπων: Οι σχέσεις γονιών και παιδιών είναι σχέσεις στοργής και αγάπης. Mε τη Mαρία έχουμε φιλικές / καλές / οικογενειακές σχέσεις. Έχουν υπηρεσιακές / επαγγελματικές / κοινωνικές / στενές σχέσεις. Οι σχέσεις του με το πρόσωπο αυτό μού φαίνονται ύποπτες. Στις σημερινές πόλεις οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες. Ερωτικές / σαρκικές σχέσεις, ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα. || (ειδικότ.) ερωτικός δεσμός: Έχει σχέσεις με τον / την τάδε. β. μεταξύ ομάδων, π.χ. μεταξύ κρατών, οργανισμών, επιχειρήσεων κτλ.: Οι σχέσεις των δύο κρατών είναι τεταμένες. Διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις τους. Ελληνοτουρκικές / γαλλογερμανικές σχέσεις. Δημόσιες σχέσεις, το σύνολο των δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη δημιουργία καλών σχέσεων ανάμεσα σε μια επιχείρηση ή σε μια υπηρεσία και στο ευρύ κοινό.
[λόγ.: 1: αρχ. σχέ(σις) -ση· 2: & σημδ. γαλλ. relation(s) (δημόσιες σχέσεις: μτφρδ. αγγλ. public relations)]
- σχετίζω [sxetízo] -ομαι Ρ2.1 : I1.(ενεργ.) συσχετίζω. 2. (παθ.) για κτ. που έχει σχέση, που συνδέεται λογικά με κπ. ή με κτ.: Οι δύο περιπτώσεις δε σχετίζονται μεταξύ τους. Tα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής. II. (παθ.) έχω σχέσεις με κπ., κυρίως κοινωνικές ή φιλικές: Οι οικογένειές μας σχετίζονται εδώ και πολλά χρόνια.
[λόγ. σχετ(ικός) -ίζω, απόδ.: Ι: γαλλ. mettre en relation· ΙΙ: γαλλ. être en relations]
- σχετικισμός ο [sxeti
izmós] Ο17 : (φιλοσ.) σχετικοκρατία. [λόγ. σχετικ(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. relativisme ή αγγλ. relativism]
- σχετικιστής ο [sxeti
istís] Ο7 θηλ. σχετικίστρια [sxeti ístria] Ο27 : οπαδός της σχετικοκρατίας. || (ως επίθ.): Σχετικιστές φιλόσοφοι. [λόγ. σχετι κ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. relativiste ή αγγλ. relativist· λόγ. σχετικισ(τής) -τρια]
- σχετικιστικός -ή -ό [sxeti
istikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σχετικισμό ή το σχετικιστή. [λόγ. σχετι κιστ(ής) -ικός]
- σχετικοκρατία η [sxetikokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία: α. η ανθρώπινη γνώση είναι σχετική και όχι απόλυτη. β. οι ηθικές, αισθητικές και λοιπές αξίες είναι σχετικές και μεταβάλλονται ανάλογα με τις κοινωνικές ή ιστορικές συνθήκες.
[λόγ. σχετικ(ός) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. relativisme ή αγγλ. relativism]
- σχετικός -ή -ό [sxetikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με κπ. ή με κτ., για δύο ή περισσότερα πράγματα, φαινόμενα, καταστάσεις ή πρόσωπα που συνδέονται με κάποιο κοινό στοιχείο: Διάβασα ένα βιβλίο σχετικό με την καλλιέργεια των λουλουδιών. Yπέγραψα τη σχετική δήλωση. || ανάλογος: Έχω τα σχετικά προσόντα που προβλέπονται για τη θέση του γραμματέα. Δεν έχει τη σχετική πείρα, που απαιτείται για κάποιο συγκεκριμένο έργο. β. που παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με κπ. ή με κτ.· ανάλογος2: Aγόρασα μία τραπεζαρία σχετική με τη δική σου. γ. που είναι γνώστης ενός θέματος, που είναι ειδικός σε έναν τομέα: Είναι πολύ ~ με τα θέμα τα του κινηματογράφου. ANT άσχετος2. δ. (παρωχ., για πρόσ.) γνωστός: Είμαι πολύ ~ με τον αδελφό του. 2α. (για αφηρ. ουσ.) του οποίου το μέγεθος ή η αξία προσδιορίζεται μόνο σε σύγκριση με κτ. άλλο. ANT απόλυτος: Ο πλούτος και η φτώχεια είναι έννοιες σχετικές. Σήμερα είχαμε σχετική δροσιά, σε σύγκριση με τη χτεσινή μέρα. Ο πόνος είναι ένα αίσθημα σχετικό, υποκειμενικό. || (επιστ.): Σχετική υγρασία. Σχετική πλειοψηφία. Σχετική κίνηση. || (γραμμ.) Σχετικό υπερθετικό επίθετο, χαρακτηρισμός του υπερθετικού επιθέτου, όταν φανερώνει πως το ουσιαστικό, συκρινόμενο με όλα τα άλλα του ίδιου είδους, έχει στον πιο μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο. β. που δεν είναι πολύ επαρκής, σε σύγκριση με κάποιο δεδομένο μέτρο: Έχει μια σχετική μόρφωση. Έχει σχετική πείρα / οικονομική άνεση. 3. (ως ουσ.) τα σχετικά: α. όλα όσα είναι απαραίτητα για κτ.: Πρέπει να υποβάλεις όλα τα σχετικά, για να γίνει δεκτή η αίτησή σου. β. σχέσεις, δοσοληψίες: Δεν έχω σχετικά μαζί του. Έχουν πολλά σχετικά οι δυο τους.
σχετικά & (λόγ.) σχετικώς ΕΠIΡΡ α. σε σχέση, σε αναφορά προς κπ. ή προς κτ. (έκφρ.) ~ με: Έχω να πω κάτι ~ με το θέμα που μας απασχολεί. β. σε σύγκριση με κπ. ή με κτ.: Είναι ~ μεγάλος. Tο αγόρασα ~ φτηνά. [λόγ. < ελνστ. σχετικός `σταθερός΄ σημδ. γαλλ. relatif· λόγ. < ελνστ. σχετικῶς]
- σχετικότητα η [sxetikótita] Ο28 : η ιδιότητα του σχετικού, αυτού που δεν είναι απόλυτος: Θεωρία της σχετικότητας, που διατυπώθηκε από τον Aϊνστάιν και σύμφωνα με την οποία ο χώρος, ο χρόνος και η μάζα δεν είναι σταθερά μεγέθη αλλά σχετικά και μεταβάλλονται ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή.
[λόγ. σχετικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. relativité & γερμ. Relativitätstheorie]
- σχετλιαστικός -ή -ό [sxetliastikós] Ε1 : όρος που χρησιμοποιείται στην αρχαία ελληνική γραμματική για επιφώνημα που εκφράζει λύπη ή αγανάκτηση.
σχετλιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σχετλιαστικός]



