Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σύνθρονο
1 item total
σύνθρονο το [sínθrono] Ο42 : σειρά καθισμάτων μέσα στο ιερό του ναού και πίσω από την Aγία Tράπεζα, που έχουν μορφή θρόνου και που προορίζονται για τους κληρικούς.

[λόγ. < ελνστ. σύνθρονον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go