Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σύμφυρση η [símfirsi] Ο33 : η ενέργεια του συμφύρω. || (γραμμ.) σχήμα λόγου που δημιουργείται με την ανάμειξη δύο συντάξεων, π.χ. «ο Πέτρος με τον Παύλο τραγουδούν».
[λόγ. < ελνστ. σύμφυρ(σις) `ανακάτεμα, σύγχυση΄ -ση]