Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σύγγραμμα το [síŋγrama] Ο49 : (εκτεταμένο) πνευματικό έργο, διατυπωμένο σε γραπτό πεζό λόγο και με επιστημονικό, φιλοσοφικό, τεχνολογικό κτλ. περιεχόμενο: Επιστημονικό / ιστορικό / νομικό / πανεπιστημιακό ~. Γράφω / μελετώ / εκδίδω ένα ~. || το αντίστοιχου περιεχομένου βιβλίο, εγχειρίδιο: Tα συγγράμματα παρέχονται δωρεάν στους φοιτητές.
[λόγ. < αρχ. σύγγραμμα]



