Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σωθικά
1 item total
σωθικά τα [soθiká] Ο38 : (οικ.) τα σπλάχνα κυρίως στις ΦΡ κάποιος ή κτ. μου ματώνει / ραγίζει / καίει / τρώει τα ~, μου προκαλεί μεγάλο ψυχικό πόνο. κάποιος ή κτ. μου ανακατώνει τα ~, μου προκαλεί αηδία. τα ~ της γης, τα έγκατα της γης.

[μσν. σωθικά < έσωθ(εν) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός, με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go