Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχολιασμός ο [sxoliazmós] Ο17 : 1.αναλύσεις και προσωπικές κρίσεις που αναφέρονται σε κάποιο γεγονός. 2. κριτικές ή ερμηνευτικές σημειώσεις σε ένα κείμενο.
[λόγ. σχολιασ- (σχολιάζω) -μός]



