Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχοινοτενής -ής -ές [sxinotenís] Ε10 : αρνητικός χαρακτηρισμός γραπτού ή προφορικού λόγου που αποτελείται από μακρές προτάσεις ή περιόδους ή γενικότερα, που έχει μεγάλη έκταση ή διάρκεια.
(λόγ.) σχοινοτενώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σχοινοτενής, σχοινοτενῶς]



