Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχεδίαση η [sxeδíasi] Ο33 : η ενέργεια του σχεδιάζω. 1. εκτέλεση του γραμμικού σχεδίου μιας κατασκευής: H ~ νέου τύπου αεροσκαφών / μοντέρνων επίπλων. 2. καλλιτεχνική απεικόνιση: H ~ ενός τοπίου με μολύβι / με κάρβουνο.
[λόγ. σχεδια- (σχεδιάζω) -σις > -ση]



