Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαλιστός
1 εγγραφή
σφαλιστός -ή -ό [sfalistós] & σφαλιχτός -ή -ό [sfalixtós] Ε1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κλειστός, σφαλισμένος: Σφαλιστά παράθυρα. || Σφαλιστά μάτια. σφαλιστά & σφαλιχτά ΕΠIΡΡ.

[μσν. σφαλιστός < σφαλισ- (σφαλίζω) -τός· σφαλικ- (σφαλίζω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες