Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συστημένη
1 εγγραφή
συστημένος -η -ο [sistiménos] Ε3 μππ. του συστήνω 1 και του συνιστώ 2 : 1.για επιστολή ή για δέμα που ταχυδρομείται με ειδικό τέλος και που παραδίδεται ιδιοχείρως στον παραλήπτη. 2. που τον έχουν συστήσει, τον έχουν υποδείξει ως ικανό ή ως κατάλληλο: Aυτός ο νέος μού ήρθε ~ από γνωστό μου, για να τον προσλάβω στην επιχείρησή μου.

[λόγ. μππ. του ρ. συστήνω και του συνιστώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες