Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συσταλτικός
1 εγγραφή
συσταλτικός -ή -ό [sistaltikós] Ε1 : α.που μπορεί να προκαλέσει συστολές. ANT διασταλτικόςα: Συσταλτικές κινήσεις. β. (νομ.) Συσταλτική ερμηνεία (ενός νόμου / διατάγματος), ερμηνεία που περιορίζει τους χώρους ισχύος του νόμου ή του διατάγματος.

[λόγ. < παθ. συνοπτ. θ. συσταλ- του αρχ. συστέλλω -τικός μτφρδ. γαλλ. contractif (πρβ. ελνστ. συσταλτικός `καταθλιπτικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες