Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συσσωρευτικός -ή -ό [sisoreftikós] Ε1 : που προκαλείται από συσσώρευση: Συσσωρευτικές αντιδράσεις || (ψυχ.) συσσωρευτική απήχηση*.
συσσωρευτικά ΕΠIΡΡ: Ορισμένες ουσίες δρουν στον οργανισμό ~. [λόγ. συσσωρεύ(ω) -τικός]



