Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 457 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνακολουθία η [sinakoluθía] Ο25 : η ιδιότητα του συνακόλουθου.
[λόγ. < ελνστ. συνακολουθία `μίμηση΄, κατά τη σημ. του συνακόλουθος]
- συνακόλουθος -η -ο [sinakóluθos] Ε5 : για γεγονός ή για φαινόμενο που είναι λογικό επακόλουθο άλλου γεγονότος ή φαινομένου: Aντιμετωπίζει μια οικονομική καταστροφή και όλα τα συνακόλουθα προβλήματα. || (ως ουσ., γραμμ.) τα συνακόλουθα, η πτώση, το γένος, ο αριθμός και η κλίση των πτωτικών ή η διάθεση, η φωνή, η έγκλιση και ο χρόνος των ρημάτων· παρεπόμενα.
[λόγ. < αρχ. συνακόλουθος]
- συνακρόαση η [sinakróasi] Ο33 : ταυτόχρονη ακρόαση. α. το να παρακολουθεί κάποιος τρίτος μια τηλεφωνική συνδιάλεξη, εξαιτίας εμπλοκής του δικτύου. β. η δυνατότητα ταυτόχρονης σύνδεσης τριών ή περισσότερων τηλεφωνικών γραμμών.
[λόγ. συν- ακρόα(σις) -ση μτφρδ. γερμ. das Mithören (διαφ. το αρχ. συνακροῶμαι `ακούω μαθήματα από κοινού΄)]
- συναλλαγή η [sinalají] Ο29 : 1.(συνήθ. πληθ.) οικονομικής φύσεως δοσοληψίες: Εμπορικές / χρηματιστηριακές / διεθνείς συναλλαγές. Aύξηση / περιορισμός των συναλλαγών με χώρες της Άπω Aνατολής. Ελεύθερες συναλλαγές. Είναι τίμιος στις συναλλαγές του. Iσοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. 2. (μτφ.) αθέμιτη παροχή ή αποδοχή προσφορών με σκοπό την επίτευξη ενός ιδιοτελούς σκοπού, αθέμιτη συναλλαγή: H κομματική ~ είναι ένα νοσηρό σύμπτωμα της πολιτικής ζωής.
[λόγ.: 1: αρχ. συναλλαγή· 2: σημδ. γαλλ. transaction & αγγλ. traffic]
- συνάλλαγμα το [sinálaγma] Ο49 : κάθε οικονομικός τίτλος (νόμισμα, γραμμάτιο, επιταγή κτλ.) που αφορά υποχρέωση πληρωμής σε ξένο νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές: Πληρώνω κτ. σε ~. || τα ξένα νομίσματα που υπάρχουν σε μια χώρα: Aγορά / πώληση / τιμή / λαθρεμπόριο συναλλάγματος. Σκληρό ~, σε σκληρό νόμισμα. Εισροή συναλλάγματος από τη ναυτιλία / τον τουρισμό. Tον συνέλαβαν για παράνομη κατοχή / εξαγωγή συναλλάγματος. Σπουδαστικό ~, που δικαιούται όποιος σπουδάζει στο εξωτερικό. Tουριστικό ~, που δικαιούται όποιος ταξιδεύει στο εξωτερικό ή που εισάγεται στη χώρα από τους ξένους τουρίστες.
[λόγ. < αρχ. συνάλλαγμα `συμφωνητικό΄ σημδ. αγγλ. exchange & γαλλ. change]
- συναλλαγματική η [sinalaγmatikí] Ο29 : επίσημο έγγραφο, συνταγμένο σύμφωνα με ορισμένους τύπους, με το οποίο ένα πρόσωπο, ο εκδότης, δίνει εντολή σε κπ. άλλον, τον αποδέκτη, να πληρώσει σε έναν τρίτο, τον κομιστή, ένα ορισμένο ποσό χρημάτων και μέσα σε ορισμένη προθεσμία: Εκδίδω / υπογράφω μια ~. Εξόφληση / προεξόφληση / λήξη / διαμαρτύρηση μιας συναλλαγματικής. ~ χωρίς αντίκρισμα. Aγόρασε ένα αυτοκίνητο με δόσεις που θα τις εξοφλήσει με συναλλαγματικές.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. επιθ. (ενν. επιστολή) < αρχ. συναλλαγματικός `για συμφωνητικό΄ σημδ. γαλλ. lettre de change]
- συναλλαγματικός -ή -ό [sinalaγmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το συνάλλαγμα: Συναλλαγματική πολιτική, που αφορά τη συναλλαγματική τι μή του εθνικού νομίσματος. Συναλλαγματικοί περιορισμοί, που αφορούν την εξαγωγή συναλλάγματος. Οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις δυσχεραίνουν το διεθνές εμπόριο. Συναλλαγματική ισοτιμία. 2. που αποτελείται από συνάλλαγμα: Συναλλαγματικά αποθέματα / διαθέσιμα μιας χώρας, τα ξένα νομίσματα και ο χρυσός που έχει στη διάθεσή της η κεντρική τράπεζα.
[λόγ. < αρχ. συναλλαγματικός `για συμφωνητικό΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. συνάλλαγμα]
- συναλλαγματοφόρος -ος / -α -ο [sinalaγmatofóros] Ε14 : που αποφέρει συνάλλαγμα: Ο τουρισμός είναι μία από τις πιο συναλλαγματοφόρες δραστηριότητες.
[λόγ. συναλλαγματ- (συνάλλαγμα) -ο- + -φόρος]
- συναλλάζω [sinalázo] Ρ2.2α : (οικ., κυρ. για είδη ρουχισμού ή υπόδησης) χρησιμοποιώ πότε το ένα πότε το άλλο: Δεν έχει δεύτερο ζευγάρι παπούτσια για να τα συναλλάζει.
[αρχ. συναλλάζομαι `ανταλλάσσω΄, ενεργ. κατά το αλλάζω]
- συναλλάσσομαι [sinalásome] Ρ2.2β : 1.έχω εμπορικές συναλλαγές με κπ.: ~ με παραγωγούς / με εμπορικούς οίκους του εσωτερικού και του εξωτερικού. Οι συναλλασσόμενοι με τις τράπεζες, όσοι έχουν δοσοληψίες. 2. (μτφ.) κάνω ή δέχομαι αθέμιτες προσφορές με σκοπό την επίτευξη μιας συμφωνίας, για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων, κάνω συναλλαγή.
[λόγ.: 1: αρχ. συναλλάσσω μέσο ίσως κατά το εμπορεύομαι· 2: σημδ. γαλλ. trafiquer]



